Φτεράνθρωποι
Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Άρχισε να αφαιρεί το βαρύ μακιγιάζ, με τις ίδιες λεπτομερείς κινήσεις που το είχε επιμεληθεί. Με μιαν απότομη κίνηση, απελευθέρωσε τα σφιχτοδεμένα της μαλλιά. Θα πήγαινε έτσι στη γιορτή.
Ένα νιόπαντρο ζευγάρι γεύονταν μια ζουμερή φέτα καρπούζι, αδιαφορώντας για τους χυμούς του που λέρωναν τα γιορτινά ρούχα. Ύστερα, απομακρύνθηκαν από το πάρτυ τους, έριξαν το βαρύ νυφικό και το ακριβό κοστούμι στην αμμουδιά, για να κολυμπήσουν ολόγυμνοι κι αγκαλιασμένοι.
Μια μητέρα αποφάσισε να μη φωνάξει τα παιδιά της από το παιχνίδι, έως ότου να το χορτάσουν. Ένας ασφαλιστής, πέταξε απ’ το παράθυρο την καλοσφιγμένη του γραβάτα, που χρόνια τον στραγγάλιζε. Ανασήκωσε τα μανίκια του και πήγε για δουλειά. Ένας μαθητής, κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει άλλο. Σηκώθηκε, βγήκε απ’ την τάξη και έκανε το δικό του διάλειμμα, δίχως να τον σταματήσει κανείς.
Χάος, Αταξία, Ομαδική Φρενίτιδα, έκρωζαν οι «ειδήμονες». Μα φαίνονταν παντελώς ανίκανοι να το αντιστρέψουν όλο τούτο. Οι άνθρωποι συνέχισαν όλο και πιο μαζικά να κάνουν ό,τι πραγματικά ένοιωθαν και ξεφορτώνονταν σχεδόν εμμονικά, καθετί περιττό.
Οι άνθρωποι ξαλάφρωναν, τα σπίτια τους ξαλάφρωναν. Ακόμα και οι γυναικείες τσάντες, έγιναν ελαφρύτερες. Ο κόσμος φορούσε μόνο τα απαραίτητα. Τα κομμωτήρια, σταμάτησαν να μυρίζουν καμένη τρίχα και λακ. Και όλα έδειχναν πιο καλαίσθητα, από ποτέ.
Ένας λογιστής παράτησε τα νούμερα, για να γίνει επισκευαστής ποδηλάτων. Ένας διευθυντής τραπέζης αποφάσισε να μη πάει στη δουλειά, για να παίξει μπάσκετ με τους γιους του.
Σιγά σιγά, οι άνθρωποι σταματούσαν να είναι αριθμοί και ξαναγίνονταν άνθρωποι. Και όσο πιο πολύ εξανθρωπίζονταν, τόσο πιο κοντά στη γη επέστρεφαν. Επέστρεφαν για να αφαιρέσουν όλες τις χαρακιές και τις πληγές που της είχαν προκαλέσει. Κι εκείνη άνοιξε μια μεγάλη αγκαλιά να τους χωρέσει όλους, να τους ανακουφίσει, να τους ταΐσει. Κι ήταν η πρώτη φορά, που το φαΐ έφτασε, αλλά και περίσσεψε.
Κείνη λοιπόν τη σπουδαία μέρα, μαζεύτηκαν οι άνθρωποι για να απορρίψουν και το τελευταίο έρμα. Μάζεψαν τα χρυσαφικά, τα ασημικά και τα άλλα «πολύτιμα» μέταλλά τους και κατευθύνθηκαν σε μια ανοιχτή πληγή. Εκεί εναπόθεσαν την τελευταία περίσσεια τους, την έκλεισαν και τη σκέπασαν με καθαρό χώμα.
Στο βάθος πρόβαλε ένας γέροντας με χιονισμένο κεφάλι.
«Όλη μου τη ζωή πάλευα ν’ αποκτήσω τόνους σαβούρας, που ποτέ δε μου φαίνονταν αρκετή. Ακόμα και τα καθρεφτάκια των ιθαγενών πλέον, μοιάζουν πιο χρήσιμα».
Έσκαψε με τα ροζιασμένα χέρια του το χώμα και έχωσε μέσα δύο χρυσές λίρες. Έμεινε εκεί γονατιστός, να κλαίει λυτρωμένος σα μικρό παιδί. Ίσως να ήταν αυτά του τα δάκρυα, που έκαναν να αναδυθεί ένα μεθυστικό άρωμα ελευθερίας.
Με μιας όλοι μαζί, κατευθύνθηκαν προς την πηγή τούτης της μυρωδιάς. Για πρώτη φορά, κοίταξαν δίχως κανένα φόβο τη λευτεριά ίσια στα μάτια. Και ένας προς έναν, τούτοι δω οι άνθρωποι, άρχισαν να βγάζουν φτερά. «Σαν έτοιμοι από καιρό», δίχως καμία πρόβα, άρχισαν να πετάνε. Να ενώνονται μια με τον ουρανό, μια με τη γη.
Και κανείς σ’ αυτό το σμήνος φτερωτών ανθρώπων δεν τόλμησε ποτέ να πει που αρχίζει και που σταματά η ελευθερία. Γιατί οι ίδιοι πίστευαν βαθιά, πως η ελευθερία του ενός, προϋπέθετε πάντα και πριν απ’ όλα, την ελευθερία του άλλου.