tetartopress

«Φυσικό φως» του Ντένες Νάγκι – Θλιμμένη αποστασιοποίηση, βουβός σπαραγμός στην καρδιά του σκότους


«Φυσικό φως» (Természets Fény / Natural light).
Σκηνοθεσία: Ντένες Νάγκι.
Ηθοποιοί: Φέρενς Ζάμπο, Ταμάς Γκαρμπάτζ, Λάζλο Μπάζκο.
Ουγγαρία, 2021.

Στην αρχή, ο Ούγγρος δεκανέας Ίστβαν Σεμέτκα γελάει κι αυτός (για μία και μοναδική φορά), όμως όχι ηχηρά όπως οι σύντροφοί του, βλέποντας τον νεαρό Σοβιετικό να έρπει τιμωρημένος κάτω από το τραπέζι τους. Ωστόσο, το γέλιο του σβήνει παρά το ότι γύρω του μαίνεται ακόμα η ευθυμία, συνειδητοποιώντας τον ξεπεσμό να διασκεδάζουν με τον εξευτελισμό ενός ανθρώπου. Ο Σεμέτκα ανήκει στους 100.000 Ούγγρους στρατιώτες που τάχθηκαν στο πλευρό των Γερμανών κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, λειτουργώντας ως δυνάμεις κατοχής στις αχανείς περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, με αποστολή τον εντοπισμό και σύλληψη των αντιφασιστών ανταρτών, των συνεργατών τους και όσων τους υπέθαλπαν.

Οι σύντροφοί του ρωτάνε τον Σεμέτκα: “Σου αρέσει κι εσένα το κορίτσι; Σου σηκώθηκε;”, “Θα ήθελες να της ζουλήξεις τα στήθια;”. Το κεφάλι του μετεωρίζεται ελαφρά ανάμεσα στην έκφραση της αποστροφής του για τη χυδαιότητα αυτών των ερωτήσεων, την κανονικότητα αυτής της αντρικής, εξουσιαστικής χυδαιότητας, και στην απώθησή της, σωπαίνει με τρόπο που δεν ενθαρρύνει τη συζήτηση (δεν την ξεκόβει, όμως). Είναι φανερό, βέβαια, ότι τα μάτια του στρέφονται διαρκώς προς τη νεαρή χωριατοπούλα, ωστόσο δεν πρόκειται ακριβώς για πόθο: είναι μια πλατωνική κατάσταση, μια οδυνηρή υπενθύμιση του ξοδέματος της ζωής του σε μια στρατιωτική αποστολή που απορρίπτει μέσα του, σαν νοσταλγία της άλλης ζωής του που ενώ είναι κοντά στην τωρινή του βάσει της αντικειμενικής πραγματικότητας του χρόνου, μοιάζει απροσδιόριστα μακριά στη δική του ψυχολογική αντίληψη του χρόνου. Ενδεχομένως πρόκειται για την ανάγκη ενός συναισθήματος ώστε να αντέχει τη φρίκη, μπορεί κι ένα είδος πατρικής έγνοιας για τη νεαρή γυναίκα, ίσως συνομήλικη τού γιου του μακριά στην πατρίδα.

– “Κι ο γιος σου, πως είναι;”
“Είναι ένα ψηλό παλικάρι”: απαντά στην ερώτηση ενός συμπατριώτη του, μία από τις σπάνιες φορές που ο Σεμέτκα κινδυνεύει να δακρύσει, να ενδώσει στην ευαισθησία του,  να ηττηθεί θαρρείς κι απ’ αυτήν.

Ο Σεμέτκα μιλά ελάχιστα, στο πρόσωπό του είναι χαραγμένη η στωικότητα, το βλέμμα του κάνει επίκληση σε μια χαμένη ηθική σε εκείνους τους απάνθρωπους καιρούς. Ο τρόπος που παρατηρεί, είναι λες κι ανάμεσα στο βλέμμα του και το οπτικό του πεδίο παρεμβάλλεται ένας άλλος κόσμος απ’ αυτόν τον αποτρόπαιο όπου έχει αναγκαστεί να συμμετέχει, μια νεφελώδης ζώνη που προσδίδει μια παραισθητική διάσταση στην ανείπωτα σκληρή πραγματικότητα. Βρίσκεται σε κατάσταση θλιμμένης αποστασιοποίησης, η ευαισθησία του παραμένει ζωντανή, την εξωτερικεύει, όμως, μονάχα σε καταστάσεις που περνάνε αποκλειστικά από το δικό του χέρι, φανερώνει μονάχα ένα μικρό κλάσμα της. Προσπαθεί να διατηρεί τη θέση ενός παρατηρητή, συμπαραστέκεται στους αδύναμους χωρικούς επιτρέποντας να τους επιστραφούν τα παπούτσια τους για να μην κρυώνουν τα πόδια τους (με δική του εντολή, όμως, είχαν στοιβαχτεί ξυπόλητοι στον σταύλο, θέλοντας να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της απόδρασής τους), προσφέροντας νερό στη νεαρή μητέρα που διαρκώς κουνάει ρυθμικά το μωρό της ώστε να το κατευνάσει, αποσιωπώντας την ύπαρξη μιας γυναίκας που κρύβεται στο ποτάμι (ή, μήπως, είναι νεκρή κι ο Σεμέτκα βιώνει παραισθητικά την προσωρινή αμφιταλάντευσή του πριν ξεμακρύνει;). Αντίθετα, οι σύντροφοί του δεν αφήνουν ούτε ένα κομμάτι κρέας από ολόκληρο τάρανδο στους δύο μεσήλικες Σοβιετικούς βαρκάρηδες που τον μεταφέρουν στους συμπατριώτες τους (στην υπέροχη αισθητικά εναρκτήρια σεκάνς) κι αρπάζουν τις λιγοστές τροφές των χωρικών.


Ποιο είναι το καλό σε καιρούς κυριαρχίας της θηριωδίας; Είναι μόνο η διάσωση της προσωπικής αξιοπρέπειας; Η αποδοχή ότι είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε μια απάνθρωπη πραγματικότητα, αγωνιζόμενοι να περιορίσουμε τις συνέπειές της ή η ζωντανή συνείδηση για τα αίτιά της και η σθεναρή αντίσταση ενάντια στην ισχύ των όπλων; Μπορεί να αφυπνίσει ο φόβος ή είναι δεδομένο ότι παραλύει; Αναμφισβήτητα, ο Σεμέτκα δεν είναι κακός άνθρωπος, πασχίζει να διατηρήσει την ανθρωπιά του, όμως δεν τον καθιστά συνένοχο η σιωπή του, ο φόβος του να εναντιωθεί στο φασιστικό στρατόπεδο που υπηρετεί παρά τη θέλησή του; Η κάμερα καταγράφει συχνά την πλάτη του Σεμέτκα όταν κινείται, θαρρείς ότι κάποια αόρατη δύναμη τον σπρώχνει κι αυτός παραδίδεται υπνωτισμένα. Όταν μεταφέρει την εντολή να τιμωρηθούν εξευτελιστικά οι σύντροφοι του επειδή αποκοιμήθηκαν στη σκοπιά, η φωνή του είναι χαμηλή, θλιμμένη, χωρίς πυγμή, χωρίς καν τη στρατιωτική τυπικότητα. Ο Σεμέτκα δεν εγείρει αντιρρήσεις στους ανωτέρους του ούτε επιτιμά τους κατώτερους του για τη σκληρότητά τους, προτιμώντας μια εσωτερική απόσυρση. Όμως, βρίσκεται στην καρδιά του σκότους…

Η ταινία, συντονισμένη με τον ψυχισμό του Σεμέτκα, αποφεύγει αδιαπραγμάτευτα κάθε έντονο συναίσθημα, κάθε δραματοποίηση ακόμα και στις πιο σκληρές σκηνές, θαρρείς γιατί πρέπει ν’ αποφευχθεί κάθε δυνατότητα εκτόνωσης και διαφυγής μας απ’ αυτήν την τραγωδία του ανθρώπινου είδους ώστε να κατανοήσουμε ότι πάντα υφίσταται ο κίνδυνος της επιστροφής της. Τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα, ο αργός ρυθμός, οι μακρόσυρτες σιωπές και ανταλλαγές των βλεμμάτων πριν μιλήσουν οι άνθρωποι ώστε να πουν τα ελάχιστα αναγκαία που πρέπει να λεχθούν, πάντα χαμηλότονα λες και πρόκειται για τον απόηχο της φωνής τους, μια απέραντη, θανατερή σιωπή που υποβάλλει την οδύνη. Οι εικόνες στο όριο μιας αδιαπέραστης μονοχρωμίας (η λάσπη, οι βάλτοι, η ομίχλη που αποδυναμώνει τα χρώματα, το χειμωνιάτικο δάσος με τις σημύδες), το λιγοστό φως που διαπερνά τον μουντό ουρανό, το υπαρξιακό “βράδυ που πέφτει ολοένα στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη” (στίχοι του Κ. Καρυωτάκη από το “Βράδυ”). Μια ατμόσφαιρα βωβού σπαραγμού (άραγε, για πάντα πνιγμένου μέσα σε όσους είδαν και βίωσαν;), υπόγεια θρηνητική, βαθιά απαισιόδοξη, σαν ένα μακρόσυρτο, χαμηλότονο μοιρολόι, σαν μια στάχτη να έχει σκεπάσει τα πάντα, για πάντα πια. Οι πράξεις θηριωδίας τοποθετούνται εκτός πλάνων με τον αντίκτυπό τους να γίνεται φανερός στην έκφραση του Σεμέτκα- και, σε μια συγκλονιστική σκηνή όπου άνθρωποι καίγονται ζωντανοί, απεικονίζεται ένα δέος στα μάτια όλων, η αιφνίδια ανάδυση του τρόμου μπροστά σε ό,τι είναι ικανοί οι άνθρωποι- πάντα άγνωστο αλλά πάντα εφικτό.

Ναι, οπωσδήποτε λείπει μια συναισθηματική ένταση, σαφώς υπάρχει εγκεφαλισμός και το αρτίστικο στοιχείο μοιάζει να γίνεται αυτοσκοπός ορισμένες φορές- όμως, η υποβλητική και σκοτεινή ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Νάγκι μας απορροφά, μας περικυκλώνει αργά αλλά σταθερά. Και, βέβαια, υπάρχει η αξέχαστη ερμηνεία του Φέρενς Ζάμπο που ο οικουμενικός, διαχρονικός χαρακτήρας τον οποίο δημιουργεί, μεταδίδει το αντιφασιστικό μήνυμα της ταινίας, για τις ευθύνες μας για την πτώση της ανθρώπινης κατάστασης στη βαρβαρότητα. Μια ταινία που αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στη μνήμη μας, με ορισμένες συγκλονιστικές, στοιχειωτικές σκηνές και που το μήνυμά της παραμένει επίκαιρο.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top