Για ένα κατακόκκινο φεγγάρι
Κάθε βράδυ βάζω στοιχήματα με τον εαυτό μου να μην υποκύψω στον εκβιασμό της ύπαρξής σου και χάνω πανηγυρικά.
Μου αρκεί που υπάρχεις, έστω και μακριά μου.
Μου αρκεί για να φτιάξω πάνω σε χαρτιά και λόγια σκόρπια έναν κόσμο, αντίβαρο στην σκοτεινή κανονικότητα που μας γδέρνει μέρα με την μέρα, έναν κόσμο με εμάς.
Που λες, χθες βράδυ μου τελείωσε ο καπνός.
Σκέφτηκα να πάρω πακέτο.
Και κάπως αυθόρμητα ζήτησα την μάρκα σου.
Γύρισα σπίτι γρήγορα με μια ακατανόητη προσμονή.
Κι ύστερα κατάλαβα πως ενδόμυχα ήλπιζα να καπνίζεις κι εσύ την ίδια στιγμή με μένα.
Έστω για λίγο να ζούσαμε παρέα.
Βγήκα στο μπαλκόνι.
Είχε αεράκι.
Ήθελα να φωνάξω με παράπονο “που είσαι;”.
Έκλεισα τις δύο μικρές λέξεις πίσω από τα χείλη μου -φυλακές υψίστης ασφαλείας- κι αργότερα τις σκότωσα στην ηλεκτρική καρέκλα.
Φοβάμαι μόνο μην συσσωρευτούν τα νεκρά πλέον γράμματα μέσα μου και με πνίξουν.
Ήπια λίγο από το φτηνό κρασί του περιπτέρου.
Το πήρα πριν που βγήκα για τσιγάρα.
Βοηθάει με τις σκέψεις.
Βοηθάει και με τα όνειρα που και που.
Πήρα κι άλλο τσιγάρο από το πακέτο, έλειπαν ήδη πέντε -γι αυτό παίρνω καπνό, αυτά φεύγουν γρήγορα, ούτε που το καταλαβαίνεις.
Καίγονταν τα τσιγάρα, και μαζί τους καιγόταν το φεγγάρι που κατρακυλούσε προς την θάλασσα.
Ήταν κατακόκκινο το φεγγάρι.
Θέλω μόνο, να έρθεις μια νύχτα να το χαζέψουμε μαζί.