HGW XX/7

Μέρα μεσημέρι κάτω από τον ζεστό απριλιάτικο ήλιο. Το έσκασα για λίγο από τη δουλειά. Δεν άργησα να τον εντοπίσω και σήμερα. Τον είδα να περπατάει πάλι μόνος, δίπλα στη θάλασσα με το κεφάλι σκυμμένο. Τι κι αν ο καιρός ζέστανε για τα καλά; Εκείνος πάλι δεν θα έβγαζε το σακάκι του. Έκανε κρύο. Μέσα του. Το πάνω κουμπί στο πουκάμισο κλειστό τόνιζε την ασφυξία του.
Τον ακολούθησα και σήμερα, όπως τον ακολουθώ κάθε μέρα. Τον παρατηρούσα βουβό, να κοιτάζει την ασπρόμαυρη πραγματικότητα. Οργισμένο, να ψάχνει παντού να βρει τα κλειδιά που κρατούσε στα χέρια του. Να προσπαθεί να θυμηθεί που θα τα είχε βάλει εκείνη. Να προσπαθεί να ανασυντάξει τη ζωή που έζησε μαζί της. Να επαναλαμβάνει με όλους τους τρόπους το όνομά της.
Κάποια στιγμή, όταν κανείς δεν μας κοιτούσε, στάθηκα μπροστά του παίρνοντας τη μορφή ενός παλιού γνωστού. Του συστήθηκα με το κλεμμένο όνομα και εκείνος με ευχαρίστησε με τα μάτια νεκρά, να με κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν. Όπου κι αν γύριζε άλλωστε το βλέμμα πια, δεν διαπίστωνε τίποτε άλλο παρά την απουσία της. Του ζήτησα να περπατήσουμε μαζί για λίγο κι εκείνος, μάλλον βαριεστημένα, δέχτηκε. Και περπατήσαμε σιωπηλά μέχρι την άκρη του δρόμου.
Όταν τον αποχαιρέτησα για να επιστρέψω στο απόκοσμο καθήκον μου, ένιωσα ένα δάκρυ να κυλάει. Για όσα δεν είχα ποτέ καταφέρει να νιώσω ή να φανταστώ πριν τον πρωτοσυναντήσω. Για τη ζωή που δεν έζησα. Κάθε μέρα χρειάζεται να παίρνω κι άλλη μορφή, για να τον πλησιάσω χωρίς να με καταλάβει. Να τον πλησιάσω χωρίς να τον ακουμπήσω. Ακόμα κι αν έχει περάσει τόσος καιρός που θα έπρεπε να τον είχα ήδη αγγίξει για πρώτη και τελευταία φορά.
Έχω κι εγώ ευαισθησίες. Κι ας μην το είχα καταλάβει, πριν να τον δω πρώτη φορά να περπατάει δίπλα στη θάλασσα, μουρμουρίζοντας το όνομά της. Κι ας μην το είχα καταλάβει, πριν μάθω για την ζωή τους.
Εγώ είμαι ο υπαίτιος. Εγώ είχα αγγίξει εκείνην πριν τέσσερα χρόνια κι εγώ αρνούμαι να τον ακουμπήσω, παρά τις ικεσίες του, τα τελευταία τριάμισι. Τι κι αν είμαι ο θάνατος; Έχω κι εγώ ευαισθησίες.