Η ασχήμια του λουλουδιού και το τραγούδι

Ανοίγει τα μάτια του και βρίσκεται ξαφνικά στη μέση ενός δονούμενου πλήθους.
Τα κλείνει και τα ξανανοίγει πάλι.
Δεν ξέρει αν κοιμάται ή απλώς έχει υπνωτιστεί,
από την αλλεπάλληλη και αέναη κίνηση του σώματός του.
Ανασαίνει γοργά και ρυθμικά.
Με κάθε ανάσα του τείνει να ξεφορτωθεί την ασχήμια του λουλουδιού,
αυτή ποτίζεται με κάθε σταγόνα ιδρώτα που πέφτει από πάνω του.
Η ένταση της δόνησής του είναι ανάλογη με εκείνη του μυαλού του.
Εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο ενός πολύμορφου και ετερόκλητου πλήθους,
που επικοινωνεί ενδόμυχα.
Έχει συμπαρασυρθεί από την ενδόμυχη αυτή επικοινωνία των ανθρώπων
και με μια διαισθητική παρόρμηση, αρχίζει να φωνάζει.
Το πλήθος αρχίζει να φωνάζει μαζί του.
Κραυγές.
Κραύγαζε από μέσα προς τα έξω.
Δίχως δισταγμό και επίκριση.
Μπορούσε να βγάλει από μέσα του μια καταπιεσμένη κραυγή
που αυτή όμως μεταμορφώνονταν σε τραγούδι.
Τραγούδι σπουργιτιού,
τραγούδι φάλαινας,
λύκου, θάμνου,
ουράνιας και μη σκηνής.
Κι όσο αυτός αύξανε την ένταση των φωνητικών του χορδών,
τόσο το τραγούδι του έπαιρνε όλο και περισσότερες μορφές.
Γινόταν βάλσαμο στη ψυχή της κουκουβάγιας
και βότσαλο μελωδικής παραλίας
και κατάρτι σε φρεγάτα από την Σιγκαπούρη
και εργάτης στα ορυχεία χαλκού του Σαρλερουά
και αστείρευτος καταρράκτης της Νέδας
και ταϊλανδέζικη σούπα κάπου στο Σαν Φρατζίσκο
και λιωμένο μέταλλο που κάποτε το φόραγε άλογο ιπποδρόμου
και γρανίτα που ξεδιψάει γιαπωνέζους τουρίστες
και ευλογημένη γη
και ασταμάτητη ρόδα
και, και, και,
και σταματημό δεν είχε,
και σταματημό δεν είχε.
Μα αυτός ήθελε να σταματήσει,
ήθελε ν’ αφήσει πίσω το τραγούδι του,
μαζί με την ασχήμια του λουλουδιού που κουβαλούσε από τότε
που άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του.
Μα σταματημό δεν είχε,
μα σταματημό δεν είχε.
Μα τώρα πια και αυτός δεν σταματά τις δονήσεις του,
αντιθέτως τις διατηρεί στο έπακρο των δυνάμεών του.
Με ορμητικότητα τινάζει τ’ άκρα του
ανάμεσα απ’ το πλήθος,
για να γλιτώσει μια και καλή
από το αναθεματισμένο του τραγούδι.
Κλείνει το στόμα και ανασαίνει από τη μύτη.
Το χάος μέσα του βράζει.
Αυτός παραμένει εκεί προσηλωμένος στην αναπνοή του.
Αυτός, χάος και αρμονία συγχρόνως.
Δεν προσμωνεί ούτε εξιλέωση ούτε λύτρωση.
Το βλέμμα του καθαρίζει και ξεθολώνει.
Μαζί του ξεθολώνει
και το συγκεντρωμένο πλήθος τριγύρω του.
Αυτός, χάος και αρμονία συγχρόνως.