Η ασφάλεια της επιφάνειας
Βυθός… Μυστηριώδης, σκοτεινός, θελκτικός μερικές φορές. Βυθιζόταν στη θάλασσα και της άρεσε να κοιτάζει προς τα πάνω. Τον ήλιο να διεισδύει και να της δείχνει την κατεύθυνση προς την επιφάνεια. Δεν τη φόβιζε ο βυθός, απλά συνήθιζε να προτιμά την ασφάλεια. Έτσι της είχαν μάθει. Η ασφάλεια της επιφάνειας κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Απλά επιπλέεις και πορεύεσαι. Ο βυθός είναι πιο περίπλοκος. Χρειάζεται προετοιμασία και κότσια για να τον εξερευνήσεις.
Ακόμα και στις σκέψεις συνήθιζαν να της λένε, «μη σκέφτεσαι πολύ, η πολλή σκέψη σε γεμίζει με μολύβι και σε πάει στον πάτο. Η σκέψη διώχνει τη χαρά». Και της άρεσε η χαρά και δεν ήθελε να στεναχωρεί και τους άλλους με τις δικές της σκέψεις, έτσι παρέμενε συνήθως σιωπηλή και στην επιφάνεια. Ο σκοτεινός βυθός όμως παρέμενε εκεί. Όσο κι αν έλεγε και προσποιούνταν ότι προτιμούσε την επιφάνεια, η μαυρίλα του καραδοκούσε. Την ένιωθε στην πλάτη της όσο κι αν προσπαθούσε να κάνει την αδιάφορη. Απλά προσπαθούσε να μην την παρασύρει. Είχε στο μυαλό της ότι δεν έπρεπε να πολυσκέφτεται τα σοβαρά, ότι φέρνουν μπερδέματα, αναστατώσεις και κανείς δε θέλει στην τελική τις στεναχώριες. Η επιφάνεια εξάλλου, είναι πιο θελκτική και φωτεινή.
Το στήθος της βάραινε όμως, ένιωθε το μυαλό της να φλέγεται και τις φλέβες στους κροτάφους της να χτυπούν έντονα τους παλμούς της. Τους πίεζε με τα δάχτυλα της, έσφιγγε με δύναμη τα μάτια της, πίεζε τα δόντια της και μουρμούριζε στον εαυτό της, «Κατάπιε το. Κανείς δε θέλει να το ακούσει. Για κανένα δεν έχει νόημα. Πες μια χαρούμενη ιστορία. Είσαι καλή σε αυτές.» Είχε όμως και πολλές δυσάρεστες, θλιβερές ιστορίες. Είχε και σκοτεινές ανήσυχες σκέψεις. Είχε κι από κείνες τις μολυβένιες που σε πάνε στον πάτο. Πολλές φορές δεν μπορούσαν να βγουν σε λέξεις, γινόντουσαν κλάματα και άναρθρες κραυγές. Εκεί που ξεκινούσε να αρθρώσει λέξη γινόταν λυγμός που την έπνιγε.
Για πόσο ακόμα; Για πόσο ακόμα θα γυρνούσε την πλάτη στον βυθό και στην αλήθεια του; Για πόσο ακόμα θα έκανε τα χατίρια των άλλων; Για πόσο ακόμα θα ήταν ελαστική και υποτακτική στα δικά τους θέλω; Εκείνη στο κάτω κάτω δεν είχε πρόβλημα με το να βυθίζεται στις σκέψεις της, να αντικρίζει τη μαυρίλα και να πιάνει πάτο, γιατί απλά ήξερε τον τρόπο να ξανασηκώνεται. Είχε την ικανότητα να στρέφει το βλέμμα της και πάλι στην επιφάνεια, όσο βαθιά κι αν είχε φτάσει. Στην επιφάνεια που έδινε ελπίδα και φώτιζε το δρόμο, όχι γιατί απλά οδηγούσε στα ρηχά, αλλά γιατί οδηγούσε στην λύτρωση και στην κάθαρση. Είχε ρίσκα αυτή η απόφαση. Ίσως την έλεγαν κυκλοθυμική και παράξενη. Ίσως την έλεγαν υπερβολικά ευαίσθητη και δραματική. Ίσως είχε έρθει ή ώρα να ταράξει τα νερά…