«Η δωδεκάχρονη νύχτα» – Εκεί, μέσα μας, που δεν μπορούν να εισβάλουν και το έχουμε ξεχάσει
Η δωδεκάχρονη νύχτα “La noche de 12 años”
Ισπανία, Αργεντινή, Γαλλία, 2018
Σκηνοθεσία: Άλβαρο Μπρέχνερ
Μια μάνα στέκεται στη βροχή περιμένοντας την επιβεβαίωση ότι ο κρατούμενος γιος της είναι φυλακισμένος σ’ αυτήν τη φυλακή. Αρνείται να μπει μέσα και να περιμένει εκεί. Ο φρουρός, όλο το σύστημα παροχής αυτής της πληροφορίας, καθυστερεί σκόπιμα την επιβεβαίωση. Είναι βράδυ πια και τότε ο φρουρός την ενημερώνει ότι ο γιος της δεν βρίσκεται σ’ αυτήν τη φυλακή.
Λίγα χρόνια αργότερα, αυτή η μάνα επισκέπτεται το γιο της σε μιαν άλλη φυλακή πια. Αυτός είναι έτοιμος να χάσει τα λογικά του μετά τον ψυχολογικό πόλεμο που δέχεται μέσα στις φυλακές. Σαν να θέλει να παρηγορηθεί από τη μάνα του, σαν κάθε παιδί που φοβάται και ζητάει τη μάνα του. Αυτή σηκώνεται, τον χαστουκίζει και τον φέρνει στα σύγκαλά του: Ξέρεις εσύ τον τρόπο για να μη σε νικήσουν. Δεν απαιτεί κάτι από το γιο της παρά μόνο του θυμίζει ότι μπορεί να είναι πιο δυνατός απ’ αυτούς. Ο νους μας, ο τρόπος σκέψης μας, η κατανόηση του πως λειτουργεί, είναι πρώτα απ’ όλα στο δικό μας χέρι κι όχι στο δικό τους. Αυτοί επιτίθενται στο γνώριμο έδαφος που έχουν καλλιεργήσει με τους σπόρους τους από την παιδική μας ηλικία.
Το 1973, στην Ουρουγουάη, οι αντάρτες Τουπαμάρος, ένα πολιτικό κόμμα, με την ονομασία Κίνημα για την Λαϊκή Συμμετοχή, έχουν χάσει πια τον πόλεμο με τον στρατό κι η δικτατορία κυβερνάει πια τη χώρα. Τρεις φυλακισμένοι αντάρτες μένουν στην απομόνωση για 12 χρόνια, αλλάζοντας κάθε φορά φυλακές, τόπους, συνθήκες διαβίωσης που είναι πάντα άθλιες. Χωρίς καμία ανθρώπινη επαφή παρά ένα μονάχα επισκεπτήριο από τους δικούς τους ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια. Χωρίς ποτέ να τους βάζουν στο ίδιο κελί, χωρίς να τους δίνουν το δικαίωμα να επικοινωνήσουν. Χάνοντας κάθε αίσθηση του χρόνου, των εποχών, των αλλαγών. Ένας διοικητής τους λέει: «Αφού δεν μπορούμε να σας σκοτώσουμε, θα σας κάνουμε να χάσετε τα λογικά σας». Το μόνο από το μπορούν να κρατηθούν, είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Να μην επιτρέψουν να εισβάλουν μέσα στο μυαλό τους και την ψυχή τους. Να συνεχίσουν να πιστεύουν αυτό που από πάντα ήξεραν, ότι ο δικός τους αγώνας είχε ένα νόημα ενώ οι άλλοι καταστέλλουν με την ισχύ των όπλων, φοβισμένοι όμως. Να τρέφουν το μυαλό τους μαζί με το στομάχι τους, είναι εξίσου ζωτικό. Να βρίσκουν τρόπους επικοινωνίας χτυπώντας κωδικοποιημένα την αλφάβητο στους τοίχους που τους χωρίζουν ώστε το μυαλό να συνθέτει τις λέξεις, τις έννοιες κι η ψυχή τα συναισθήματα.
Στο 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είδαμε τη «Δωδεκάχρονη νύχτα». Μια πολιτική ταινία, δυστυχώς πάντα επίκαιρη (βλέπουμε τι συμβαίνει στη Βραζιλία και πόσο ο τρόπος σκέψης του λαού έχει φθαρεί σε τέτοιο βαθμό που εκλέγει δημοκρατικά έναν φασίστα) που το μήνυμά της μεταδίδεται με τόσο σαρωτική, σαρωτική συγκίνηση που σχεδόν σε στοιχειώνει και πίστη στις δυνατότητές μας ν’ αντιστεκόμαστε, να μαθαίνουμε και να προσαρμοζόμαστε. Μια αξέχαστη αισθητικά και υπαρξιακά ταινία που βιώνεται σαν μια ισχυρή και βαθιά εμπειρία από τον θεατή.
Ο σκηνοθέτης Άλβαρο Μπρέχνερ σε μια συνέντευξή του λέει ότι σε μια συνομιλία που είχε μ’ έναν από τους κρατούμενους, τον ρώτησε πως άντεξαν. Κι εκείνος του απάντησε: «Πως να ξέρουμε για ποια πράγματα είμαστε ικανοί εάν δεν ζήσουμε τις χειρότερες δυνατές καταστάσεις;». Αυτός ο κρατούμενος ήταν ο Pepe Mujica, ο μελλοντικός πρόεδρος της χώρας του, για τον οποίο ξέρουμε ότι ήταν ο φτωχότερος πρόεδρος χώρας στην ιστορία κι ότι αρνήθηκε την κρατική σύνταξη για την εργασία του σ’ όλα τα κρατικά αξιώματα. Αυτός ο κρατούμενος ήταν ο άνθρωπος που τότε τον χαστούκισε η μάνα του για να του υπενθυμίσει με όλη της την αγάπη για τους ανθρώπους, ότι όχι μόνο ήταν καθήκον του ν’ αντισταθεί στον ψυχολογικό πόλεμο μέσα στις φυλακές παρά επιπλέον ότι ήξερε μέσα του τον τρόπο γι’ αυτό.