Οι εκατό μπουγάδες
Κάθε πρωί, στις οχτώ και τέταρτο ακριβώς, πέρναγε µπροστά από το σπίτι της. Και κάθε πρωί, λίγες βδοµάδες τώρα, ένας θεός ξέρει από τι ώρα, έβλεπε απλωµένα τραπεζοµάντηλα και πετσέτες στο παράθυρό της. Καρώ, φλοράλ, µονόχρωµα, κάθε πρωί έκαναν παρέλαση από τα µάτια του λογιών λογιών χρώµατα, υφάσµατα και σχέδια κι αυτός αναρωτιόταν, µια γυναίκα µόνη τι τις θέλει τόσες µπουγάδες; Την κυρία Μάρω την ήξερε χρόνια τώρα, εργένισσα και καλή µαγείρισσα όπως φαινόταν απ’ τις µυρωδιές που του τρύπαγαν τη µύτη κάτι µεσηµέρια, ένα τυπικό καληµέρα, καλησπέρα, τι κάνετε και µια χαρά εσείς. Μα ως εκεί. Με ποιον µοιραζόταν τα µυρωδάτα κεφτεδάκια απ’ το τηγάνι, και αλήθεια, πόσες πετσέτες άλλαζε τη µέρα; ∆ε θα µάθω ποτέ τους γείτονές µου, µονολογούσε, και συνέχιζε το δρόµο του κάθε πρωί.
—————————–
Η αλήθεια είναι πως την κυρία Μάρω δεν την ήξεραν πολλοί. Ήξεραν μόνο πως στη μονοκατοικία με τις μπουκαμβίλιες έμενε μόνη της και μόνη της τα έφερνε τόσα χρόνια βόλτα, ούτε πολλά πολλά με τους γείτονες, ούτε σούρτα φέρτα και κουτσομπολιό στα γύρω πεζούλια. Πάντα διακριτική η κυρία Μάρω, ευγενική και απόμακρη μια στάλα. Έτσι κανείς δεν φανταζόταν πως ένα μήνα τώρα έβαζε ξένους στο σπίτι της. Και για να μην παρεξηγούμαστε, η Μάρω δεν ήταν καμιά ανόητη. Εβδομηνταπεντάρα κοτσωνάτη, με πατέρα στρατιωτικό, είχε ζήσει σε θάλασσες και βουνά, είχε γνωρίσει φτώχεια και πείνα, χαρές και τραπέζια γεμάτα, όλα τα είχε δει, έλεγε στους λιγοστούς τις φίλους. Ήξερε από ταλαιπωρίες κι από την ανάγκη για μια πατρίδα, ένα σπίτι.
Κάπως έτσι δέχτηκε τους πρώτους πρόσφυγες στο σπίτι της. Είχε πιάσει μπόρα δυνατή εκείνο το βράδυ, και μια νέα κοπέλα είχε κουρνιάσει στο απέναντι κατώφλι με ένα μωρό στην αγκαλιά. Η κυρία Μάρω γύρναγε μόλις από το σούπερ μάρκετ. Πριν ξεκλειδώσει καλά καλά την πόρτα έριξε δυο κλεφτές ματιές στην ξένη γυναίκα μπαίνοντας στο σπίτι και αναστατωμένη σωριάστηκε στο τραπέζι της κουζίνας, αφήνοντας δυο μήλα να ξεφύγουν από τη σακούλα. Με τα παπούτσια να στάζουν λάσπες στο πλακάκι προσπαθούσε να σκεφτεί λογικά και να βρει μια λύση, αλλιώς, το ήξερε, δεν θα την έπιανε ύπνος ένα τέτοιο βράδυ. Όλα τα ζύγιζε η κυρία Μάρω, έτσι είχε κερδίσει τη ζωή της, αλλά απόψε βιαζόταν η ζωή και πριν το καταλάβει άνοιξε την πόρτα και φώναξε σε μισά ελληνικά μισά αγγλικά «Έι, come in please, κρύο πολύ, η βροχή δυναμώνει, the baby, please». Ούτε που ήξερε τι έλεγε, το μόνο που ήξερε ήταν πως η γλώσσα της ανάγκης είναι κοινή. Η Αμίνα, όπως της συστήθηκε αργότερα, δεν βιάστηκε, ούτε τρόμαξε, μάζεψε ήρεμα τα λίγα πράγματά της και με το μωρό σκεπασμένο με μια μαντήλα πέρασε την πόρτα της κυρίας Μάρως.
Από εκείνο το βράδυ και ύστερα, η πόρτα της κυρίας Μάρως δεν σταμάτησε να ανοιγοκλείνει. Ρεβύθια, μακαρόνια, ζεστές σούπες και η σπεσιαλιτέ της, αφράτα κεφτεδάκια, γάλα για τα παιδιά, το τραπέζι ήταν συνέχεια στρωμένο για τους πρόσφυγες που το είχαν ανάγκη. Νερό ζεστό και καθαρές πετσέτες κάθε μέρα, λίγες κουβέντες και πολλά δάκρυα ευγνωμοσύνης, το σπίτι γέμισε και μαζί με αυτό και η καρδιά της Μάρως, έτσι την έλεγαν οι νέοι της φίλοι. Κι αυτή, κάθε που άπλωνε τη μπουγάδα, αξημέρωτα ακόμα, χαμογελούσε πλατιά, όπως δεν είχε χαμογελάσει ποτέ στους γείτονές της μια ζωή.