Η επιστροφή στα δάση

Γνώριζε γιατί δεν είχε ποτέ του ξεχάσει τους φόβους του από τον ανταγωνιστή Λύκο της πρώτης του μεγάλης αγάπης της Κοκκινοφουστίτσας, ο οποίος και τελικά την κατέκτησε.
Θυμόταν, ω πάντα θυμόταν, που σαν Κοντορεβυθούλης αντί για ψωμί έκανε πάνω στο χώμα μια γραμμή με ένα ξύλο που κρατούσε μυστικά πίσω από την πλάτη του για να μην τον αντιληφθεί ο κακός που τον είχε απαγάγει.
Δεν ξεχνούσε το δέντρο, αφού συχνά το ζωγράφιζε δίπλα σε ένα σπίτι.
Πόσο συχνά, ναι αχ ναι, πόσο συχνά δεν είχε χαθεί στο δάσος, νύχτες κυρίως, αλλά και μέρες, ένδοξες μέρες της παιδικής αλλά και πολυτάραχης εφηβείας του.
Του άρεσε, όσο και να φοβόταν, να προσπαθεί να βρει μέσα στο πυκνό δάσος, να ανακαλύψει τις φωλιές των αγριογούρουνων, των μαγισσών και των συμπαθών δράκων που φύλαγαν τον πολυπόθητο μυστικό και γι αυτό ανεκτίμητο θησαυρό της ζωής και του θανάτου του.
Πάντα έψαχνε και πάντα θα τον ψάχνει, απολαμβάνοντας κυρίως τη συνύπαρξή του με τα δέντρα και τις νεράιδες.
Του ήταν αδύνατο με τα χρόνια -ενήλικος γαρ- να αντέχει να ζει για πολύ καιρό μακριά από το δάσος.
Ναι, με τα χρόνια κατάλαβε πως το δάσος έχει, εμπεριέχει όλους εκείνους τους πόνους, τους φόβους και τις αγάπες του.
Και κάθε δέντρο του είναι μια ιστορία της ζωής του, μια εμπειρία του που εξιστορεί η γη στην μεγάλη της αγάπη στον ουρανό.
Και έτσι με τα χρόνια κατανόησε -αφού ποτέ του δεν λησμόνησε- πως είναι παιδί μιας γέρικης βελανιδιάς στα κλαριά της οποίας συχνά αποκοιμιέται. Και σαν πεινά τρώει από τα βελανίδια της. Και σαν διψά πίνει από τις ρίζες της βρόχινο νερό. Και όταν με αγάπη αγκαλιάζει τον γεμάτο ρυτίδες κορμό της αυτή του μιλά λόγια μονάχα αγάπης. Ακούει αυτήν την εκκωφαντικά σιωπηλή κραυγή της αιώνιας αγάπης της.
Ναι, είναι οι στιγμές αγάπης -η κάθε στιγμή όπως το κάθε φύλλο- που του υπενθυμίζουν ότι μόνη ευχή και επιθυμία του είναι πως μονάχα στα δάση θέλει να ζήσει.