«Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη» του Χάουαρντ Χωκς – Μια από τις καλύτερες κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου!
“Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη” (“Bringing up baby”).
Σκηνοθεσία: Χάουαρντ Χωκς.
Πρωταγωνιστούν: Κάθριν Χέπμπορν, Κάρι Γκραντ, Τσαρλς Ραγκλς.
ΗΠΑ, 1938.
Ο Ντέιβιντ Χάξλεϋ: ζωολόγος παλαιοντολόγος σε διάσημο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Μετά από 4 χρόνια σκληρής δουλειάς, βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση τού μεγάλου του ονείρου, τη συναρμολόγηση του σκελετού ενός βροντόσαυρου. Καθισμένος σε μια σκαλωσιά δίπλα στο δημιούργημά του, μοιάζει με ένα μεγάλο αγόρι που έχει πεισμώσει να συναρμολογήσει το πιο δύσκολο παζλ, έχοντας πάρει το πιο προβληματισμένο, το πιο περισπούδαστο ύφος του, σαν να τον βασανίζει μια σκέψη και, ταυτόχρονα, σαν να τον βασανίζει η σκέψη ότι ένας επιστήμονας πρέπει να βασανίζεται από μια σκέψη αδιάλειπτα! Επιπλέον, βρίσκεται κοντά στην πραγματοποίηση της επιθυμίας του να κάνουν- επιτέλους – έρωτα με την Άλις, τη συνεργάτιδά του που πρόκειται να παντρευτούν την επόμενη μέρα. Αντίθετα με την ανασύσταση ενός εξαφανισμένου ζωικού είδους όπου αυτός ορίζει τα πράγματα, είναι ανίσχυρος μπροστά σε μια ζωντανή ύπαρξη: οι υποτονικές αντιρρήσεις του αποκρούονται σύντομα από την αγέλαστη Άλις που αναβάλλει το ταξίδι του μέλιτος- και, μαζί, την ερωτική ολοκλήρωση της σχέσης τους- επισημαίνοντας ότι η επιτυχία συνεπάγεται περισσότερες υποχρεώσεις και προειδοποιώντας τον ότι ο γάμος τους θα αφιερωθεί στο ερευνητικό του έργο. Φεύγοντας από το μουσείο, ο Ντέιβιντ μπερδεύεται αποκαλώντας “Άλις” τον μεγαλύτερο σε ηλικία συνεργάτη τους και, μάλιστα, μπροστά στην αρραβωνιαστικιά του, και παραλίγο θα χτυπούσε στην πόρτα! Λες και του βγάζει τη γλώσσα ο καταπιεσμένος του εαυτός που εκδικείται την Άλις αντί του ίδιου, θαρρείς ότι με την αδεξιότητά του, το σώμα αντιδρά στη σοβαροφάνειά του.
Η Σούζαν Βανς: νεαρή αστή από ευκατάστατο οικογενειακό περιβάλλον. Ξεπαρκάροντας, χτυπά τα άλλα αμάξια σαν να παίζει στα συγκρουόμενα του λούνα παρκ, απαντώντας εύθυμα στις διαμαρτυρίες του Ντέιβιντ: “μην ανησυχείς, είμαι ασφαλισμένη”. Χωρίς προβληματισμό, πετάει πετραδάκια στα τζάμια ώστε να ξυπνήσει όποιον χρειάζεται, ό,τι ώρα τον χρειάζεται. Γελάει παρατεταμένα και κάπως κοροϊδευτικά, είναι ένα διαβολάκι, σαν ένα μεγάλο κορίτσι που παίζει με όλους- με τους όρους της. Φαίνεται, όμως, ότι ενώ επιβάλλει στους άλλους τον αυθορμητισμό, τη μουρλαμάρα- και τη νευρωτικότητά της- επιθυμεί την αποδοχή από έναν άντρα. Και, η ατίθαση Σούζαν ερωτεύεται ακαριαία τον πειθαρχημένο Ντέηβιντ: έλξη των αντιθέτων ή η πρόκληση της κατάκτησης του διαφορετικού; Του επιβάλλεται ή, ταυτόχρονα, υποτάσσεται στην έλξη που αισθάνεται; Η Σούζαν σκηνοθετεί ορισμένες καταστάσεις ώστε να καθυστερήσει τον επικείμενο γάμο του και να την γνωρίσει περισσότερο: δεν θα είχε νόημα, όμως, μια κριτική για αντιφεμινισμό της ταινίας επειδή η Σούζαν επιχειρεί να εκμαιεύσει τη συμπάθεια ενός άντρα ώστε να την παντρευτεί, δεδομένου ότι έχει ήδη καταθέσει ευθέως τα συναισθήματά της στον Ντέηβιντ- είναι η εποχή όπου στις ΗΠΑ οι γυναίκες απελευθερώνονταν και διεκδικούσαν ισότιμες σχέσεις με τους άντρες (που αντανακλάται στις σκρούμπολ κωμωδίες όπως η ταινία μας) ενώ αυτές οι σκηνοθετημένες καταστάσεις είναι παιχνιδιάρικες χωρίς να επιχειρούν να παγιδεύσουν ή να εκμαιεύσουν τον οίκτο ενός άντρα στον οποίο έχει αναγνωριστεί θέση ισχύος. Ο Ντέιβιντ την αποκαλεί “ξιπασμένη, άμυαλη”: πόσο ενοχλείται από το ότι είναι κακομαθημένη και πόσο από την αποσταθεροποίηση της πολυπόθητης ασφάλειάς του, πόσο η άποψή του διαμορφώνεται από τα αντρικά στερεότυπά του για την πρέπουσα συμπεριφορά μιας γυναίκας;
Ο Τζωρτζ: το αξιαγάπητο, σκανταλιάρικο σκυλάκι της Σούζαν, καθ’ εικόνα και ομοίωσή της θαρρείς, που τρελαίνεται να θάβει κόκκαλα στο χώμα, τρέχοντας ακατάπαυστα να τα βρει στη συνέχεια. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να μην έπεφτε μπροστά στο τελευταίο κόκκαλο του βροντόσαυρου που έλειπε από τον Ντέιβιντ, πριν, φυσικά, εκείνος το ενσωματώσει στον σκελετό! Και, ο κήπος του σπιτικού όπου ζει ο Τζωρτζ, είναι πολύ μεγάλος!
Το “μωρό”: μπορεί μια λεοπάρδαλη να εξημερωθεί σαν κατοικίδιο; Θα μπορούσε να κατευνάζεται ή να νανουρίζεται με τραγούδια; Με αυτήν την οδηγία στάλθηκε το εξημερωμένο άγριο ζώο από τον αδελφό της Σούζαν στη Βραζιλία στη Σούζαν, σαν δώρο για την πλούσια, άκληρη θεία τους στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Δεν θα ήταν καλύτερα για τη Σούζαν να είχε παρέα στο ταξίδι τής μεταφοράς της με το αυτοκίνητο- και, ακόμα καλύτερα, κάποιον που να γνωρίζει από ζώα… δηλαδή, τον Ντέιβιντ;
Τρέχει η Σούζαν, τρέχει πίσω της ο Ντέιβιντ μπαίνοντας στον ρυθμό της. Τρέχει ο Τζωρτζ, τρέχουν πίσω του η Σούζαν και ο Ντέιβιντ ψάχνοντας για το πολύτιμο κόκκαλο (ορισμένες στιγμές, ωστόσο, αυτό μας κουράζει κάπως). Στο στοιχείο του ο Τζωρτζ, το ίδιο και η Σούζαν που, ταυτόχρονα, λαχταράει να βοηθήσει τον Ντέιβιντ- σε απόγνωση, βέβαια, ο Ντέιβιντ. Οι δυσκολίες τους φέρνουν κοντύτερα, η αδρεναλίνη που πυροδοτείται, τροφοδοτεί το παιχνίδι. Η πληθωρική, χαοτική Σούζαν θαρρείς ότι θα ήθελε να εξημερωθεί μέσα από τον έρωτα κι ο Ντέιβιντ, χωρίς συγκινήσεις στη ζωή του, ότι θα ήθελε να σπάσει τα δεσμά της εξημέρωσής του, διακινδυνεύοντας έως και το κοινωνικό του status ως άντρα: τι άλλο να φορέσει στο σπίτι της θείας της Σούζαν παρά ρούχα από την γκαρνταρόμπα της αφού τα δικά του βρίσκονται στο καθαριστήριο; (με εντολή της Σούζαν, φυσικά!). “Ξαφνικά, μεταμορφώθηκα σε γκέι!”, αναφωνεί σε μια υπόγεια εύθυμη αποδοχή της περιπέτειάς του μ’ αυτήν τη γυναίκα, σ’ έναν συμβολισμό της διάθεσης να απελευθερωθεί από την εικόνα του. Βέβαια, όσο βρίσκει μπροστά του τη Σούζαν ενώ την αποφεύγει, τόσο οργίζεται- και τόσο το εξωτερικεύει!
Γύρω τους, σαν δορυφόροι, οι υπόλοιποι ήρωες βρίσκονται κι αυτοί σε κίνηση όλο και περισσότερο, υπηρετώντας στην εντέλεια το παράλογο των καταστάσεων, με προεξάρχοντα τον απολαυστικότατο Τσαρλς Ραγκλς στον ρόλο του παλιού κυνηγού άγριων ζώων που καυχιέται για τις εμπειρίες του αλλά και τη δυνατότητά του να μιμείται τους ήχους μιας λεοπάρδαλης- μόνο που για την ώρα αγνοεί ότι δεν είναι ο μόνος στο Κονέκτικατ που μπορεί να τους παράγει! Καταιγιστικές απαντήσεις και ανταπαντήσεις, ιδιαίτερα στους πνευματώδεις διαξιφισμούς της Σούζαν με τον Ντέιβιντ με απαράμιλλη λεκτική ετοιμότητα. Όλο και περισσότερο η ταινία τείνει στον σουρρεαλισμό κι ο ρυθμός της τείνει στο φρενιτιώδες, χωρίς να λείπουν οι ψυχαναλυτικές νύξεις σ’ αυτήν τη σάτιρα της μεγαλοαστικής τάξης, της επιστήμης που ψωνίζεται με τις επιτυχίες της (Ντέιβιντ) ή τις βεβαιότητές της (ο ψυχίατρος) και της αστυνομίας που έχει την πεποίθηση ότι η εξουσία της βασίζεται στην αντιληπτική ικανότητα! Μα πάνω απ’ όλα, σατιρίζονται οι αμοιβαίες δηλώσεις περί έρωτα και τα κλασσικά happy end καθώς ούτε η Σούζαν ούτε ο Ντέιβιντ έχουν αλλάξει ιδιαίτερα στο τέλος: εκείνη, παρά τις εκλάμψεις ενοχών της, πάντα σαρώνει απερίσκεπτα τα πάντα στο διάβα της ενώ εκείνος, παρά το ότι εξακολουθεί να την φοβάται, υποτάσσεται σε μια μοίρα ότι δεν μπορεί να ξεμπλέξει μαζί της.
Το “Μεγαλώνοντας μωρό” (μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου) είναι μια από τις καλύτερες κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου!