«Η ιεροτελεστία της άνοιξης» του Φ. Φράνκο – Η αμοιβαία θεραπευτικότητα ανθρώπων με αναπηρία και σεξουαλικών βοηθών τους

“Η ιεροτελεστία της άνοιξης” (La consagración de la primavera / The rite of spring).
Σκηνοθεσία: Φερνάντο Φράνκο.
Ηθοποιοί: Valèria Sorolla, Telmo Irureta, Emma Suárez.
Ισπανία, 2022.
“Πάντως, εγώ δεν μπορώ να βγάλω τη μπλούζα μου”, απαντά παιχνιδιάρικα ο Νταβίντ στη διστακτική Λάουρα που τον έχει ρωτήσει φοβούμενη ότι θα τον προσβάλει: είναι η πρώτη της μέρα ως “σεξουαλική βοηθός” του Νταβίντ που πάσχει από εγκεφαλική παράλυση.
Οι επαγγελματικές υπηρεσίες των “σεξουαλικών βοηθών” στους ανθρώπους με αναπηρία για τους οποίους λαθεμένα θεωρούμε ότι οι ερωτικές επιθυμίες είναι εξασθενημένες, παρέχονται από άντρες και γυναίκες με τη γνώση και ανθρωπιστική διάθεση να προσφέρουν ερωτική ικανοποίηση που δεν περιορίζεται ή δεν καταλήγει κατ’ ανάγκη στη γενετήσια επαφή. Οι επιθυμίες, οι ανάγκες, οι φόβοι του Νταβίντ είναι γνώριμες ανθρώπινες καταστάσεις: θέλει να έχει φίλους, να μοιράζεται τη συγκίνησή του ακούγοντας τα αγαπημένα του μπλουζ, να έχει ερωτική επαφή και οργασμό ικανοποιώντας τις ορμές του και την επιθυμία της οικειότητας με έναν ερωτικό σύντροφο- η απουσία τους είναι βασανιστική, όπως για όλους μας. Στο δωμάτιό του είναι κρεμασμένες φωτογραφίες γυμνών γυναικών: “Είναι όλες όμορφες”, παρατηρεί η Λάουρα. “Δεν έχω χάσει το γούστο μου”, απαντά εκείνος χαμογελώντας και συμπληρώνοντας, “Κι εσύ είσαι όμορφη”. Η Λάουρα θαρρείς ότι δυσπιστεί στα κοπλιμέντα και σκύβοντας με μια λύπη το κεφάλι της, γίνεται φανερό ότι φοβάται τη σεξουαλικότητά της, τον ερωτισμό, την εγγύτητα με τους άλλους. Αν και φλερτάρεται από άλλους άντρες και προσκαλείται στα φοιτητικά πάρτι, παραμένει ανασφαλής, είναι μοναχική, δεν έχει καλή εικόνα για την εμφάνισή της (περιγράφει το στήθος της σαν “δύο φακίδες όλο και όλο”), δεν γελάει εύκολα, τα συναισθήματά της είναι θαρρείς πάντα “ανάμικτα” και, όπως απαντά στη μητέρα του Νταβίντ στο γιατί θέλει να γίνει σεξουαλική βοηθός του, “πάντα θέλει να κάνει κάτι, αλλά ποτέ δεν καταλήγει να κάνει τίποτα”.
Τι ωθεί τη Λάουρα μαθαίνοντας για την ύπαρξη σεξουαλικών βοηθών από το μπλογκ του Νταβίντ, να του προσφέρει, έμμισθα, ερωτικές συγκινήσεις χωρίς να είναι ή να σκοπεύει να γίνει επαγγελματίας; Δεν μας απαντάται με σαφήνεια ωστόσο από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της, αισθανόμαστε την πολυπλοκότητα και πολλαπλότητα των πιθανών κινήτρων της: οπωσδήποτε ωθείται από τη δυνατότητα ν’ αυξήσει τα χρήματά της στην πρωτεύουσα όπου σπουδάζει, ποιον ρόλο, όμως, παίζουν οι θρησκευτικές της καταβολές που, αν και δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τον Θεό, πιθανώς της έχουν εντυπώσει το καθήκον της συμπόνοιας- ή, αντίθετα, αντιδρά με μια τόσο τολμηρή πρωτοβουλία θέλοντας να δοκιμάσει τις εσωτερικές δικλείδες ασφαλείας της; Ελκύεται από τη μοναξιά του Νταβίντ, της προκαλούνται άλλα συναισθήματα; Είναι η επιθυμία μιας ανώδυνης επαφής με τον έρωτα όπου θα ελέγχει τα συναισθήματά της μαζί με τα δικά του, η προσδοκία μιας ευγνωμοσύνης του που θα υποστυλώσει την αυτοπεποίθησή της ή και άλλοι άγνωστοι λόγοι; Άραγε, ωθούμαστε από ένα και μοναδικό κίνητρο, έχουμε πάντα επίγνωση των βαθύτερων κινήτρων μας, γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τον εαυτό μας ή τον θυμόμαστε από συγκεκριμένες, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές πιστεύοντας ότι τον γνωρίζουμε μέσα απ’ αυτές, αντιλαμβανόμαστε στο πέρασμα του χρόνου τις εσωτερικές μας αλλαγές, την εσωτερική μας στασιμότητα ή τις μεταμορφώσεις μας που συχνά εκλαμβάνουμε ως κατάκτηση της ωριμότητας;
Η Λάουρα θα αποκαλύψει το στήθος της στον Νταβίντ για να το χαϊδέψει. Μέσα από τις εβδομαδιαίες συναντήσεις της μ’ αυτόν τον άνθρωπο με αναπηρία που δεν ντρέπεται για τη σωματική ανημπόρια του, εκείνη εξοικειώνεται με το σώμα της. Άραγε, πρέπει να επιτρέπεται η υπέρβαση του επαγγελματικού πλαισίου σε μια τέτοια σχέση ώστε ο άνθρωπος με αναπηρία να προφυλάσσεται από τη μεγάλη πιθανότητα μιας οδύνης; Αν πρέπει να απαγορεύεται, άραγε δεν υφέρπει ο οίκτος μας πιστεύοντας ότι αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες να διαχειριστούν έντονα συναισθήματα, ιδιαίτερα τον πόνο; Αν τελικά αναπτυχθούν βαθύτερα συναισθήματα, μπορεί αυτή η σχέση να είναι ισότιμη ή δεν μπορεί παρά να πρόκειται για σχέση εξάρτησης, άρα εξουσίας; Σ’ ένα άρθρο, διαβάσαμε την παρακάτω δήλωση ενός ανθρώπου με αναπηρία: “Μπορεί να ερωτευτείς τον/την σεξουαλικό βοηθό σου λόγω της μεγάλης ανάγκης σου γι’ αυτόν/-ήν αλλά θα μπορούσες εξίσου εύκολα να ερωτευτείς τον αρτοπώλη σου ή οποιονδήποτε άλλον σού συμπεριφέρεται καλά. Στην πραγματικότητα, γνωρίζουμε και οι δύο πλευρές τι συμβαίνει”. Και, ο παραγωγός της ταινίας, με αφορμή τη ζωή του Telmo Irureta που ερμηνεύει τον Νταβίντ και είναι στην πραγματικότητα καθηλωμένος λόγω εγκεφαλικής παράλυσης από τα 2 του χρόνια, έχει δηλώσει ότι βλέποντας τον Telmo να έχει ξεπεράσει τόσο τα εμπόδια σχετικά με την έκφραση της σεξουαλικότητάς του με “απόλυτη ευκολία” όσο και τα συγκεκριμένα τραύματά του, συνειδητοποίησε ότι έχουμε προκαταλήψεις γι’ αυτούς τους ανθρώπους λόγω της άγνοιας μας- και της αδιαφορίας μας, θα συμπληρώναμε.
Σπάνε και οι δικές μας προκαταλήψεις παρακολουθώντας την ταινία που μιλά ευρύτερα για τις προκαταλήψεις που μας διαχωρίζουν από τους άλλους διαμορφώνοντας μια αυτοϊκανοποιητική ψευδαίσθηση υπεροχής μας απέναντι τους. Μας μεταδίδονται η τρυφερότητα στο ανθρώπινο πλησίασμα, η αλληλεπίδραση, χαμογελάμε καθώς το ανοιχτόκαρδο και πνευματώδες χιούμορ γίνεται στοιχείο της επικοινωνίας τους, κατανοούμε τα ξεχασμένα συναισθήματα που βιώνει ο άντρας και την αφύπνιση της σεξουαλικότητας, το άνοιγμα στη ζωή για τη γυναίκα, αισθανόμαστε την ψυχική οικειότητα που απορρέει από τη σωματική οικειότητα- μια σχέση όπου ο ένας γίνεται “βοηθός” του άλλου. Βέβαια, η ταινία εστιάζει στις εσωτερικές αλλαγές της Λάουρα, αφήνοντας τον Νταβίντ στη σκιά προς το τέλος. Η ερμηνεία της Sorolla στον ρόλο της Λάουρα, παρούσα σε όλα σχεδόν τα πλάνα, συμβάλλει καθοριστικά στην ατμόσφαιρα της ταινίας: ο ψυχρός ερωτισμός της, η αίσθηση ότι έχει καθηλωθεί στην εφηβεία της, η ακύμαντη έκφρασή της που κρύβει μια εσωτερική ταραχή, συνθέτουν μια σπουδαία ερμηνεία. Δίπλα της, ο Telmo Irureta πλάθει συγκινητικά τον ζωντανό, πρόσχαρο κι αυτοσαρκαστικό χαρακτήρα του Νταβίντ. Η ταινία δεν ηθικολογεί, δεν ωραιοποιεί, δεν χάνει την ευαισθησία της ούτε σε καταστάσεις που κοινωνικά θεωρούνται ακραία νοσηρές, όπως όταν μαθαίνουμε ότι η μητέρα του Νταβίντ έχει αυνανίσει τον γιο της ανακουφίζοντας τις ορμές του ή σε καταστάσεις που θεωρούνται ταμπού, όπως η εικόνα της στύσης του Νταβίντ που δεν προκαλεί ηδονοβλεπτικότητα. Αυτά που θα μπορούσαμε, κυρίως, να προσάψουμε, είναι ότι δεν απεικονίζεται η οξύτητα των αναπόφευκτων εντάσεων αυτής της σχέσης όσο κι αν κατανοούμε τον σεβασμό της σκηνοθετικής ματιάς προς τους κεντρικούς χαρακτήρες ενός τόσο δύσκολου θέματος, και ότι η εξέλιξη της ιστορίας ολοκληρώνεται πειστικά μεν αλλά, ταυτόχρονα, κάπως βεβιασμένα. Ωστόσο, οι σιωπές, η παρατήρηση των προσώπων που μας αποκαλύπτει τον ψυχισμό τους, το φυσικό σπάσιμο των προκαταλήψεων, η πολυπλοκότητα των συναισθημάτων, το πλησίασμα που το βιώνουμε μαζί μ’ αυτούς τους τόσο ζωντανούς χαρακτήρες, όλα συνθέτουν μια ταινία που σκεφτόμαστε για πολλές μέρες.
Την ταινία «Η ιεροτελεστία της άνοιξης», την είδαμε στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τμήμα Ανοιχτοί ορίζοντες- Another take.