Η ιστορία μιας κάλτσας κρεμασμένης στο τζάκι
Δεν υπάρχει γιορτή που δεν κουβαλά τις δικές της παραδόσεις που τη συνοδεύουν και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά δίνοντάς της τη δική της μοναδική χάρη, το δικό της χρώμα. Είναι τα έθιμα που κρατούν κάθε λαό ενωμένο και αποδεικνύουν ότι σε κάθε γωνιά της γης οι άνθρωποι όλων των ηλικιών έχουν ανάγκη από την αίσθηση της συνέχειας της ζωής, της επικοινωνίας με την ιστορία του τόπου τους και των προγόνων τους, την ομορφιά του μυστηρίου των λαϊκών ιστοριών και δοξασιών.
Κάθε παραμονή –Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς ανάλογα με τη συνήθεια κάθε τόπου– οι κάλτσες κρέμονται από την καμινάδα, στην άκρη του τζακιού, έξω από την πόρτα ή στο κλαδί του δέντρου με την ελπίδα ότι θα περάσει και από το δικό τους σπιτικό ο Αη-Βασίλης και θα τη γεμίσει με τα καλούδια του. Πώς όμως ξεκίνησε αυτή η συνήθεια;
Μια φορά και έναν καιρό πολύ-πολύ παλιά ζούσε σε ένα μακρινό ορεινό χωριό ένας καλόκαρδος πατέρας με τρεις κόρες. Η γυναίκα του είχε πεθάνει από βαριά αρρώστια αφήνοντάς τους μόνους μέσα στην απέραντη θλίψη τους. Τα κορίτσια μεγάλωναν και μάθαιναν να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού μόνες τους, ενώ έφτιαχναν κεντήματα με όμορφα χρώματα και σχέδια που ο πατέρας τους πουλούσε κάθε εβδομάδα στην τοπική αγορά του χωριού.
Μα τα χρόνια περνούσαν και η φτώχεια τους δεν μίκραινε καθόλου. Ο πατέρας ένιωθε όλο και πιο στενοχωρημένος γιατί τα κορίτσια του μεγάλωναν και έφτανε η ώρα να παντρευτούν μα ποιος θα δεχόταν να τις πάρει χωρίς προίκα;
Μια παραμονή Χριστουγέννων έπιασε τον πατέρα το παράπονο και μετά το φαγητό κάθισε μπροστά στο τζάκι με δάκρυα να κυλούν στα μάτια του. Μονολογώντας μπροστά στη φωτιά τον πήρε ο ύπνος, εκεί στην πολυθρόνα. Οι κοπέλες τον σκέπασαν με μία κουβέρτα και αφού άπλωσαν τα ρούχα τους μπροστά στο τζάκι για να στεγνώσουν πήγαν για ύπνο. Μα τα παράπονα και η θλίψη του πατέρα τους είχαν φτάσει μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ψηλά στον ουρανό και τα άκουσε ο Άγιος Βασίλης που έτρεχε με το έλκηθρο παρέα με το φως του φεγγαριού να προλάβει να μοιράσει τα δώρα του σε όλα τα παιδάκια.
Ο Άγιος Βασίλης ήξερε ότι τα κορίτσια δεν ήταν πια μικρά για να πάρουν δώρο, μα ήξερε επίσης πόσο καλή και ευαίσθητη ψυχή είχαν και θέλοντας να τις βοηθήσει κατέβηκε κάτω και στάθηκε στο παράθυρο της φτωχικής τους καλύβας. Θυμήθηκε κάποια παλιά Χριστούγεννα τότε που τα κοριτσάκια ήταν μικρά και άφηνε τα δώρα τους κάτω από το δέντρο το στολισμένο. Μα τώρα έβλεπε μόνο τον μπαμπά τους αποκοιμισμένο στην πολυθρόνα μπροστά στο μισοσβησμένο τζάκι με τα ρούχα τους απλωμένα. Ούτε δέντρο στολισμένο, ούτε φωτάκια, ούτε τίποτα. Δεν ένιωθαν χαρά για να στολίσουν όλα αυτά τα χρόνια μετά το χαμό της μαμάς τους.
Στάθηκε προβληματισμένος κοιτώντας μέσα από το παράθυρο. Πώς μπορούσε να βοηθήσει; Χαμόγελο πλατύ ξαφνικά φώτισε το πρόσωπό του, με φως πιο έντονο και από αυτό του φεγγαριού. Ανέβηκε γρήγορα στη σκεπή, στάθηκε στην κορυφή της καμινάδας και πέταξε με προσοχή ένα-ένα με τη σειρά τρία μικρά πουγκιά με χρυσό. Κάθε πουγκί έπεσε και χώθηκε σε μία από τις κάλτσες που ήταν απλωμένες μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα μπροστά στο τζάκι για να στεγνώσουν. Οι κάλτσες ήταν η λύση που είχε βρει ο Άγιος Βασίλης! Το τι χαρά φώτισε τα πρόσωπα των κοριτσιών και του πατέρα τους το επόμενο πρωί δεν περιγράφεται!
Από τότε τα παιδιά όλου του κόσμου συνέχισαν την παράδοση να κρεμούν κάλτσες τα Χριστούγεννα στο τζάκι τους με την ελπίδα να τους τις γεμίσει ο Άγιος Βασίλης. Στη Γαλλία τα παιδιά τις βάζουν δίπλα στο τζάκι, ενώ στην Ολλανδία τις γεμίζουν με άχυρο και καρότα για τα ελαφάκια του Άγιου Βασίλη. Στην Ουγγαρία τα παιδιά γυαλίζουν τα παπούτσια τους πριν τα βάλουν δίπλα στο τζάκι ή το παράθυρο. Στην Ιταλία αφήνουν τα παπούτσια τους έξω τα Θεοφάνια, για να τα βρει η καλή μάγισσα, ενώ στο Πόρτο Ρίκο τα παιδιά βάζουν κάτω από τα κρεβάτια τους πρασινάδα και λουλούδια για τις καμήλες των τριών Μάγων.
Και φυσικά δεν έχει σημασία πόσο μεγάλη είναι η κάλτσα που θα κρεμάσετε, μα πόσο πολύ θέλετε αυτό που ζητάτε. Τα μαγικά χεράκια του Αη-Βασίλη θα βρουν τρόπο να γεμίσουν την κρεμασμένη σας κάλτσα!