Η κλεψύδρα και η Μαράζι
Τα κύτταρά της μύριζαν σαν καμένη έρημος. «Τόσο νέα και τόσο αφυδατωμένη» ψιθύριζαν όλες όταν έβγαινε στη γειτονιά. Ούτε η ίδια δε θυμόταν πια το όνομά της αφού είχε χρόνια να την ερωτευτεί ένας άνθρωπος, κι έτσι αυτή η μοναδική ευκαιρία να ακούσει στ’ αληθινά το όνομά της είχε χαθεί μάλλον παντοτινά. Για οικονομία χρόνου -μιας και η οικονομία ήταν πάντα σημαντική- στη γειτονιά την είχαν βγάλει «Μαράζι».
Η Μαράζι περπατούσε σαν να μην την κοιτούσε ποτέ κανείς. Τύλιγε τα μαλλιά της στα ρουθούνια της και φορούσε πάντα το ίδιο ξεθωριασμένο μπλε φόρεμα με το μοτίβο με τις μαργαρίτες. Έμοιαζε αλλόκοτη στα μάτια των άλλων ανθρώπων, ή στην καλύτερη περίπτωση, ίσως κάποιος να την έβλεπε σαν μια ενδιαφέρουσα μποέμ ηρωίδα για κάποιο μικρό διήγημα.
Η Μαράζι δεν μπορούσε να θυμηθεί πια ούτε πόσο χρονών ήταν. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι, βάσει της επίσημης διαίρεσης της ζωής, εκείνη βρισκόταν στο τεταρτημόριο όπου οι άνθρωποι σε λυπούνται αν ζεις μόνη σου χωρίς έναν σύντροφο.
Θα ‘χε περάσει ίσως ένας ολόκληρος αιώνας από εκείνο το πρωινό που η Μαράζι ξύπνησε και φόρεσε το καινούριο της μπλε φόρεμα με τις μαργαρίτες. Ήταν στο σπίτι του, σε μια γειτονιά γεμάτη πολύχρωμες καρέκλες στα πεζοδρόμια και ζωγραφιές στους τοίχους. Εκείνος ήταν ένας μικρός μάγος που δεν την αγαπούσε αληθινά. Αλλά ήξερε να είναι καλός μαζί της. Την ξεγελούσε βάζοντας δύο μαξιλάρια και αφήνοντάς την πάντα να διαλέγει εκείνη πρώτη τη μεριά της στο κρεβάτι. Τα πρωινά την ξυπνούσε και της σερβίριζε αχνιστό καφέ και εξωτικά φρούτα. Μαζί με την πιατέλα με τους δροσερούς καρπούς όμως, της έφερνε κάθε φορά και μια κλεψύδρα. Της έλεγε «καλημέρα» κι αμέσως την αναποδογύριζε.
Μόλις και ο τελευταίος κόκκος της μαύρης άμμου έπεφτε, εκείνη έπρεπε να φύγει. Αυτή η κλεψύδρα ήταν που της τα έκλεβε όλα: τις επιθυμίες της, όλα τα αφράτα κομμάτια χρόνου δίπλα του, της έκλεβε τις λέξεις από το στόμα της και το νερό από το κορμί της.
Έπρεπε να φεύγει. Έπρεπε να υπακούει ώστε να έχει το δικαίωμα να τον νιώθει, έστω και για λίγα βράδια τον μήνα, δίπλα της, να μπορεί να κουβαλάει τη μυρωδιά του στα μαλλιά της. Έκλεινε τα μάτια, τύλιγε τα εβένινα μαλλιά της στα ρουθούνια και το άρωμά του κατέβαινε από τα πνευμόνια της μέχρι χαμηλά στο στομάχι της.
Ήταν ένα τέτοιο πρωινό Κυριακής τότε. Μόλις εκείνος την αποχαιρέτησε κλείνοντας την πόρτα με αυτόν τον κοφτό κρότο, εκείνη έσφιξε ανάμεσα στα δόντια της το καλαμάκι τού καφέ της και είπε ότι πρέπει να τελειώνει μια και καλή με αυτή την ιστορία. Δεν την αγαπούσε και δε θα την αγαπούσε ποτέ όπως εκείνη ήθελε. Έκατσε σε μια πολύχρωμη καρέκλα στον πεζόδρομο και έγραψε σε μια καθαρή σελίδα από το σημειωματάριό της τη μαγική συνταγή:
Συνταγή για μηδενικές προσδοκίες (Μερίδα για ένα και μόνο άτομο)
– 5 χαλασμένα χατίρια
– 7 ανεκπλήρωτες επιθυμίες
– 3 υποσχέσεις κομμένες σε χιλιάδες μικρά κομματάκια
– Ερωτηματικά που τα έχουμε πρώτα αποξηράνει (ελεύθερη ποσότητα)
– 10 μικρές ξεφλουδισμένες αναμνήσεις που τις έχουμε λιώσει πρώτα στο μπλέντερ
Αφού τα ανακατέψουμε, σιγοψηνόμαστε στους 200 βαθμούς και βγάζουμε το γεύμα από τον φούρνο μόλις μυρίσει φρεσκοκαμμένη σάρκα. Για έξτρα νοστιμάδα, πασπαλίζουμε με λίγα όνειρα με πεπερασμένη ημερομηνία λήξης.
Έτσι σιγά-σιγά τον ξέχναγε. Έπρεπε βέβαια να επαναλαμβάνει τη μαγική συνταγή αν καμιά φορά τύχαινε να περάσει έξω από το σπίτι του και να θυμηθεί, αλλά ήξερε ότι στο κάτω-κάτω έτσι είναι η ζωή. Με τον καιρό στέγνωναν όλα. Την άλλοτε δροσιά του κορμιού της την είχε κλέψει η κλεψύδρα και με τα δάκρυα να σώνονται κι αυτά, η νεαρή κοπέλα μεταμορφωνόταν σε Μαράζι.
Όσο για τον μικρό μας μάγο, είχε φυλάξει τη βελούδινη ζώνη της από το μπλε φόρεμα με τις μαργαρίτες που της είχε πέσει κάτω από το κρεβάτι και σκεφτόταν πού και πού εκείνη την κοπέλα που την έλεγαν Αλκυόνη. Αλλά δεν την ξαναείδε ποτέ πια.