«Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος» – Τα φαντάσματα που γιατρεύουν
Κι αν δεν το ξέρετε, το μαθαίνετε τώρα: όλοι κουβαλάμε μέσα μας φαντάσματα. Και μάλιστα αν θέλουμε μπορούμε κιόλας να τα τραπεζώσουμε. Ακριβώς όπως κάνει η αφηγήτρια στο τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα «Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος».
Βρισκόμαστε κάπου στον Λυκαβηττό, σ’ έναν κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Σ’ έναν κόσμο όπου τα καλσόν «χορεύουν», όπου φωτίζεται από σπίθες από παλιούς εραστές», όπου οι γείτονες κραυγάζουν απ’ τα μπαλκόνια «Βοήθεια, νυχτώνει». Μα πάνω απ΄ όλα σ’ έναν κόσμο που σε σπρώχνει να παλέψεις με το πέρασμα του χρόνου. Στον κόσμο αυτό η αφηγήτρια, σε μια παράδοξη, κινηματογραφική συνάντηση, βλέπει την κυρία Τασία να βγαίνει από ένα μικρό πέρασμα από τον πάνω στον κάτω κόσμο, πλάι στον κάδο της ανακύκλωσης.
Η κυρία Τασία, τέως μοδίστρα και νυν φάντασμα, λειτουργεί Γραφείο Ευρέσεως Φαντασμάτων, με πολύτιμο συνεργάτη της έναν παράξενο γάτο, πρώην σπουδαίο πιλότο αερομαχητικών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δυο τους μεσολαβούν για να φέρουν στον κόσμο αγαπημένους νεκρούς και ζητούν από την αφηγήτρια να προετοιμάσει τη δική της λίστα φαντασμάτων που θα προσκληθούν στο δείπνο της Εκάτης στον περίκλειστο κήπο του σπιτιού της, κάπου στον Λυκαβηττό. Με αυτόν τον τρόπο η αφηγήτρια θα μπορέσει να πενθήσει κάποιους αλλά και να κλείσει τους λογαριασμούς της με κάποιους άλλους.
Αιθέριο, τρυφερό, απροσδόκητο, το μυθιστόρημα της Μήτσορα συνεπαίρνει τις αισθήσεις του αναγνώστη με τις υφές, τα χρώματα, τις μυρωδιές που αναδύονται από τις σελίδες του και τον ταξιδεύει σε έναν κόσμο νοσταλγίας και αποδοχής.
Η αφηγήτρια, με φρέσκα ακόμα τα σημάδια μιας μετακόμισης στην ψυχή της, φαίνεται συνεχώς να μνημονεύει. Την παλιά της αυλή, αναφορά στην χαμένη αθωότητα, τις βόλτες που έκανε, τις γάτες με τα ονόματα, τους ανθρώπους που έφυγαν δίχως να προλάβει να τους πει όσα όφειλε στον εαυτό της.
Μα πάνω απ’ όλα μνημονεύει μια εποχή μαγείας και θαύματος. Σε ένα από τα γράμματά της στο φάντασμα της κυρίας Τασίας θα γράψει: «Δεν θέλω η ερμηνεία της επιστήμης να αραιώνει τη μαρμαρόσκονη που σκορπίζει παντού το φεγγάρι. Θέλω την ανεξήγητη γοητεία του υδράργυρου.»
Ένα μελαγχολικό παραμύθι για μεγάλους, το βιβλίο της Μήτσορα περιστρέφεται γύρω από μια γυναίκα που πονάει, αλλά επιλέγει να σμιλεύσει τα τραύματά της με το αόρατο γιατρικό της αποδοχής αφήνοντας κατά μέρους τους μελοδραματισμούς. Επιτρέπει στον εαυτό της να αγκαλιάσει το νέο της σπίτι, τον νέο της εαυτό, και να αφήσει τα βάρη αυτά να γίνουν μεταξωτά κιλίμια που θα τη ζεστάνουν με τρυφερότητα.
Και γίνεται ένα με την άυλη ζωή που επίμονη και συναρπαστική μπλέκεται εν αγνοία μας ανάμεσα στη μάταιη ύλη της καθημερινότητας.
«Δεν είναι αέρας αυτό που ακούγεται έξω στην αυλή, είναι τα φαντάσματα των παλιών κατοίκων του χωριού, των παλιών σκύλων, των παλιών γάτων. Όλη η ζωή που χάθηκε πετάει ψηλά και διακρίνεται στον ουρανό, από τον αέρα αρπάζεται για να επιστρέψει.»
Μοναδική περίπτωση για την εγχώρια λογοτεχνία, η Μαρία Μήτσορα και η κυρία Τασία της ενώνουν τα φαντάσματά τους με τα φαντάσματα του αναγνώστη και χορεύουν σε ένα πολύχρωμο, αέναο γαϊτανάκι αισθήσεων που ο χρόνος δεν αγγίζει.