Η «Οκτάνα» του Ανδρέα Εμπειρίκου
Η «Οκτάνα» [1] του Ανδρέα Εμπειρίκου, «ενσαρκώνει» την απόλυτη έκρηξη, πάθους & σώματος, «πλάνης» & σωτηρίας, μέθεξης & ενατένισης μορφών που αναζητούν το βίωμα όχι μίας «κοινής» και «γνωστής» σωτηρίας, αλλά της βύθισης. Ότι πλάθει και συγκροτεί η φαντασία, γίνεται λόγος, λόγος επί των ανθρωπίνων πράξεων, λόγος που κατατίθεται, σαν αρχέτυπο και σαν σύμβολο, ερωτικός (έρωτας-γίγνεσθαι ολοκλήρωσης) και σχεσιακός: σχεσιακός προς τις «τομές» του σώματος, της «αναστημένης» ιδεολογίας, της έννοιας του βραχέος χρόνου και του απόμακρου στοιχείου.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν καταυγάζει μία ποίηση «κανονική», και «ευθύγραμμη», αλλά μία ποίηση δυνητικά όσο και πραγματικά εκρηκτική, αντίθετων κατευθύνσεων, «χρονοβόρα» και απαιτητική. Απαιτητική (και οξυμένη) στις εκφάνσεις της, καθότι εγγίζει τις πτυχές του γίγνεσθαι, αυτού που «πονά», για να δράσει εν συνόλω.
Στο βαθμό που δύναται να ιδωθεί ως μανιφέστο, δύναται να ιδωθεί (και αναγνωσθεί) και ως «ελλιπής» μαρτυρία, ως τοποθέτηση του δυνητικού μέσα στον πραγματικό ιστορικό (μία αλληλουχία του τώρα και του μη, του άνωθεν «αιώνιου» και του μη-ακόμη, του απροσπέλαστου και του χωρικά απρόβλεπτου), χρόνο που μένει ως πράξη, που εκφεύγει ως κίνηση, (χρόνος ανθρώπινος που φθείρει) και «διαιωνίζεται» ως μνήμη. Επρόκειτο για μία ποιητική σύνθεση «οραματική» («Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθεί στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα», γράφει ο Εμπειρίκος), που συγκροτείται ταχύτατα (έως αστραπιαία), παθιασμένα. πρωτόφαντα και ανυπόμονα ερωτικά και σαρκικά, για να νοηματοδοτήσει και να προσδώσει στην ποίηση χαρακτηριστικά μίας διαρκούς περιπλάνησης και μεταβολής. Όχι απλά καταφύγιο, αλλά η κάθε λέξη του ανθρώπου, του παρόντος και απόντος υποκειμένου. Ποίηση -«Οκτάνα»των μη- φραγμών.
Ο υπερρεαλιστής (με υπερυψωμένα σύμβολα) Εμπειρίκος καταθέτει μία ποίηση-μανιφέστο πλήρως σωματικοποιημένο & ιδεολογικοποιημένο, (το «κυλιόμενο όραμα» της άρσης της ταξικής εκμετάλλευσης [2]), απόλυτο στα δικά του λόγια, αποκρυσταλλωμένο στην ιστορική πορεία. Η «Οκτάνα» των εκρήξεων και των ανθρωπολογικών τύπων-ταυτίσεων βρίσκεται στο εδώ και τώρα του καθενός, φανερώνεται ως αίγλη και ως «λερωμένη αφήγηση», ως έρωτας των σωματικών απολήξεων και των «διεστραμμένων» συνειδήσεων.
Η «χώρα» του Ντοστογιέφσκι η «Οκτάνα» του Εμπειρίκου, του τώρα που παρεμβατικά αλλοιώνεται για να ζήσει, κοιτάζοντας προς μία ιστορία απρόθυμη να αποκαλύψει τα μυστικά της, απρόβλεπτη, που δεν αποτελεί ιδιοκτησία κανενός. Γιατί «Οκτάνα» πέρα από μία Πολιτεία οικουμενική, εύρυθμη στις όλες διαστάσεις της, είναι και η σύζευξη, η συνάρθρωση των ανθρώπινων «δώρων». «Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή».
«Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες», όπως αναφέρει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος, τότε οι ποιητές καταγράφουν τις διαθέσεις τους. Στην «Οκτάνα» ενός κόσμου γεμάτου, ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανακύπτει ως ποιητής που τείνει να προσεγγίζει «μικρά» σύνορα, προδιαγραφές και παρομοιώσεις άλλων ποιητών, ενώ με «ηδονοβλεπτικό» βλέμμα προχωρά, εναλλάσσοντας τις πολλές και ταυτοτικές λέξεις με την πανσπερμία χρωμάτων και «βαθέος» πόνου. Στην «Οκτάνα» ο ποιητής διεκδικεί το δικό του κομμάτι-πλαίσιο από μία «επικράτεια» συμβάντων και «καταδικασμένων» πράξεων. Ένας κόσμος που διέλαθε της προσοχής, δίνει το παρών ως πρόσταγμα-πρόταγμα. Η «Οκτάνα» πρεσβεύει την ουσία του μαζί με την πράξη.
Νοείται ως πρόσκληση σε ένα βάθος ποιητικό, λυρικό, σωματικό που καλεί, που αρθρώνει εκ νέου τα «σύνορα» και τα όρια της γραφής, της γραφής της σχετικής με το ρεαλισμό του «ονείρου», του έρωτα που «συνυφαίνεται» με τα μικρά και «απομακρυσμένα» σώματα, τα επικαλύπτει για να τα αποδώσει με τον τρόπο του είναι: αδύναμα & και συνάμα δυνατά για να καταλάβουν, να βιώσουν, να αισθανθούν.
[1] Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός και ποιητικά εύστοχος ο τρόπος με τον οποίο ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανατέμνει και σημασιοδοτεί την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη, εκκινώντας από το συμβολικό τοπόσημο της Πρέβεζας, «εγγράφοντας» την ποίηση του ως διαμαρτυρία, και, καταλήγοντας στη θεώρηση της ως στοχαστικής και ταυτοτικά θα λέγαμε αναγκαίας, ως σύζευξη ιδιαίτερη ενός τόπου (Πρέβεζα) και μίας μνήμης, η οποία εμβαθύνει εντός πόλης, εντός αστικών διακλαδώσεων.
[2] Ο πολιτικός Ανδρέας Εμπειρίκος «διαμεσολαβεί» τα προτάγματα μίας εποχής ιδιαίτερης με τον τρόπο της κτήσης διφυών χαρακτηριστικών: κριτική και επιδίωξη υπέρβασης, ουτοπία μαζί και πέρα από την δυστοπία, «εντοπιότητα» πασχόντων σωμάτων απέναντι στις έκκεντρες αναφορές, σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις & πράξεις. Αυτό που ιδεολογικοποιεί είναι όχι η Πολιτεία των ειδικών και των επαϊόντων, αλλά η Πολιτεία των ίσων υπάρξεων-προσωπικοτήτων, ατομικές «Οκτάνες» εντός της συλλογικής «Οκτάνας». Με αυτόν τον τρόπο εγγράφει τον θεωρούμενο ως «μύθο» ως «ευκαιρία», ως απόδραση, ως εφικτή κατανομή δυνάμεων για έναν μείζων στόχο και για έναν κοινωνικό βιόκοσμο ίσων υπάρξεων.