Η παιδική χαρά της ψυχής μας
Νόμισα πως τον είδα στο πεζοδρόμιο, της γενέθλιας πόλης μου, να’ ρχεται προς τα μένα.
Ο Κώστας κάποτε μου ‘χε πει
– Όποιος αντέξει…
Και εγώ τότε τον κοίταξα απορημένος.
– Δηλαδή, του απάντησα, οι δυνατοί και οι έξυπνοι είναι μόνον αυτοί που προσαρμόζονται στην κρίση;
Νόμισα πως τον είδα να κάθεται στην άκρη της προκυμαίας.
Ο Κώστας κάποτε μου ‘χε πει
– Μη χάνεις ποτέ την χαρά της ζωής…
Και εγώ από τότε, φροντίζω να παίζω συχνά, στην παιδική χαρά της ψυχής και των ονείρων μου.
Να τσουλάω στην τσουλήθρα του καταρράκτη της λιωμένης σοκολάτας, με τα χοντρά μαλακά κομμάτια μιας λευκής κουβερτούρας.
Να κουνιέμαι στην κούνια ενός ιπτάμενου χαλιού, που με πηγαίνει όπου θέλω, δίνοντας του εντολές μόνον με τον νου μου.
Να κρεμιέμαι από το μονόζυγο, ανάμεσα στα μεγάλα πράσινα φύλλα, μιας τροπικής μπανανιάς, γεμάτης παραδείσια, πολύχρωμα πουλιά.
Να κάνω τραμπάλα κοιτάζοντας τα ευτυχισμένα καστανομελιά μάτια της πρώτης και αιώνιας αγάπης μου.
Να χτίζω στην άμμο, τις εφηβικές ουτοπίες μου.
Να παίζω κρυφτό με τις ελάχιστες, μα σημαντικές επιθυμίες μου.
Να αποκοιμιέμαι κάτω από τον παχύ ίσκιο του δέντρου των προγεννητόρων μου.
Νόμισα πως τον είδα στην άκρη της ακτής μιας ήρεμης θάλασσας.
– Σε ευχαριστώ για τα φρούτα που μου έφερες, σε ευχαριστώ που υπάρχεις, που είσαι φίλος μου, μου ‘χε πει, τότε, στην τελευταία μας συνάντηση.
– Σε ευχαριστώ και εγώ Κώστα, του απάντησα.
Από τότε φροντίζω να κρατώ καθαρή και αγνή την παιδική χαρά της ψυχής και των ονείρων μου, και να προσκαλώ φίλους να παίζουμε και να χαιρόμαστε.
Αφιερωμένο στον Κώστα, τον αδερφό του Δημήτρη, που πολύ θα επιθυμούσα, έστω για μια τελευταία φορά, να κάναμε τραμπάλα, μασουλώντας τις μπανάνες μας, τις βουτηγμένες στην λιωμένη σοκολάτα, με τα μαλακά κομμάτια της χοντρής λευκής κουβερτούρας και να συζητούσαμε για τα ονειρεμένα ταξίδια του ιπτάμενου χαλιού.