Η πριγκίπισσα Ελενίτσα

Ο κοντός ιππότης δεν ήταν ποτέ του πότης. Η ψηλή, με τα μακριά μελαχρινά μαλλιά, πριγκίπισσα ήταν τύπισσα. Σαν κατάφερε να την απελευθερώσει από τους βιαστές της, εκεί στην άκρη του γκρεμού, κακοποιημένη και μόλις λίγο πριν την ρίξουν ζωντανή στην θάλασσα, ο ιππότης ημιλυπόθυμη την ανέβασε πάνω στο κατάμαυρο άλογο του.
Του φάνηκε, για πρώτη φορά, σαν να είχε επιτελέσει έναν ιδιαίτερο άθλο. Γρήγορα κατάλαβε ότι είχε καταφέρει να προλάβει τον χρόνο. Να ανατρέψει το γίγνεσθαι. Ναι, είχε προλάβει ώστε να μην επιτελεστεί το μοιραίο.
– Ακριβώς,σκέφτηκε, για ένα πράγμα μοναχά είναι σημαντικοί οι πρίγκιπες. Για το γεγονός ότι όταν αγαπήσουν, έχουν την δύναμη ακόμη και τον χρόνο να ανατρέπουν. Με τα δυο του χέρια κρατούσε τα γκέμια και ανάμεσά τους με τους αγκώνες του συγκρατούσε τον κορμό από το σώμα της πριγκίπισσας Ελένης.
Το μαύρο από έβενο μαύρο αλογάκι -με τον κοντό από ξύλο πρίγκιπα και μπροστά του την επίσης ξύλινη μακρυμαλλούσα πριγκίπισσα- στόλιζε το παιδικό δωμάτιο της Ελενίτσας που μόλις είχε ξυπνήσει ιδρωμένη και αναστατωμένη εξαιτίας ενός εφιάλτη. Από το δίπλα δωμάτιο της κουζίνας η μαμά της και ο μπαμπάς της άκουγαν ένα τραγούδι.
Το τραγούδι αυτό του Φοίβου Δεληβοριά άκουσα και εγώ και αναστατώθηκα. Ανταρα με κυρίευσε. Δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ. Μόνο το παραπάνω ένιωσα και το έκανα παραμύθι. Έτσι, αν γινόταν… να μην γινόταν…