Η τάξη του Περικλή*
να χτίσω, θέλω, ένα σχολείο. να φτιάξω μια τάξη αλλιώτικη από τις άλλες. να την γεμίσω παιδιά. παιδιά μικρά, μεσαία, παιδιά μεγάλα. ανήλικα, αυτά που βγάζουν στις πλατείες τα μαχαίρια, έφηβους που κοιτάνε τα πεθαμένα μάτια των γονιών τους, νέους που βρίσκονται στις φυλακές Αυλώνα, νέες που ψάχνουν πίσω από την μπάρα να βγάλουν τα έξοδα μιας εκδρομής που δεν θα καταφέρουν τόσο σύντομα να πάνε.
να χτίσω, θέλω, μια τάξη. να φέρω μέσα της εργάτες. ξένους, δικούς μας, πρόσφυγες και μετανάστες. να ‘ρθουν φτωχοί, άνεργοι, ξεσπιτωμένοι, πτωχευμένοι και ενός μέλλοντα αυτόχειρες. αγρότες να αφήσουν στο πλάι τις τσάπες, γραφιάδες ωρομίσθιοι τα στυλό, τα πληκτρολόγια να πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων, οι χορευτές να πάψουν λίγο τον χορό και οι επιστήμονες, γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι, να ξεκουμπώσουν τα πουκάμισα στο στήθος.
να γεμίσω τους τοίχους με ποιήματα. φωτογραφίες επαναστατών να συναγωνίζονται ράφια γεμάτα βιβλία. χρώματα κόκκινα και μαύρα να απεικονίζουν την άνοιξη που χάθηκε, αλλά κι εκείνη που θα ‘ρθει. λουλούδια και βότανα να σκορπούν αρώματα ελευθερίας παντού, παράθυρα ανοιχτά με θέα ανθρώπινη σε έναν κόσμο που δεν φτιάχτηκε ψεύτικος για να γκρεμιστεί, ήχοι από βροντερές φωνές να σκοτώνουν ασάλευτες τις σιωπές που μας κοιμίζουν.
να φέρω και μανάδες. αυτές που ο θάνατος δεν μπόρεσε στο κρίμα του να νικήσει. του Παύλου Φύσσα την αγέρωχη φωνή, των Τεμπών την τρομαγμένη ματιά μπροστά στου κράτους το έγκλημα, του Μάγγου την σφιχτή γροθιά. να φέρω πατεράδες, αυτούς που γυρνούν στο σπίτι χωρίς ψωμί, αυτούς που λένε ωραίες ιστορίες για να κοιμίσουν τα παιδιά, να φέρω αδέλφια που αντικρίζουν τα διπλανά κρεβάτια αδειανά. να έρθουν γυναίκες που άφησαν τα νιάτα τους σε ακονισμένες λάμες άψυχων φονιάδων.
να φτιάξω, θέλω, ένα προαύλιο μεγάλο κάτω από δέντρα. θα στήσω χρωματιστά μνημεία, ένα για κάθε “μικρή καθημερινή απώλεια”. θα καθαρίσω τα κατακάθια της Ιστορίας. Θα πετάξω στην “αριστερή ανακύκλωση” τα σκουπίδια ανίερων συμβιβασμών. θα γκρεμίσω τις ανθρωποφυλακές, θα κεράσω μια παγωμένη μπύρα τους χαφιέδες. στο παγκάκι θα με ξυπνούν Δευτέρα πρωί “γυναίκες ευσεβείς του πάθους” και κάθε Παρασκευή αντί για κολατσιό θα δίνω δώρο έναν πίνακα ζωγραφιστό.
στην είσοδο θα γράφει πως “δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται. δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις. δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου” και στην έξοδο ελεύθερα θα κυματίζει ένα πανό με τρία σχισίματα να καθαρίζουν τον βρώμικο αέρα: “ο ουρανός είναι απέραντος. υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. βρες την”.
θα φέρω κι έναν Δάσκαλο. Αήττητος, Ψηλός και Ευγενικός, θα ανοίξει την πόρτα και θα φωτίσει την τάξη αυτή σαν άγιος επαναστατημένων. κάτω από το παχύ μουστάκι του ένα χαμόγελο θα αποδεσμεύει τις λέξεις από τους τόνους. θα φοράει σανδάλια φτηνά, αγορασμένα στη λαϊκή της οδού Μιχαήλ Βόδα. θα περπατά αέρινα με το βασανισμένο στη Χούντα κορμί του, θα φοράει ένα λιτό κόκκινο μακό και θα κρατάει στο χέρι του αναμμένο το τσιγάρο. θα προχωρήσει, όπως πάντα, μπροστά από όλα κι ευθεία σε κάθε πιθανή και απίθανη σύγκρουση.
θα σταθεί στο “κέντρο του περιθωρίου”. θα τραβήξει μια ξύλινη καρέκλα και θα προσπαθήσει να βολέψει τα αδύνατα και μακρινά του πόδια. θα βγάλει από την τσέπη ένα μπλοκάκι με σημειώσεις – τέλειωσαν κι είναι ακόμη η πρώτη ώρα οι κατάλευκες σελίδες του- θα χρησιμοποιήσει το πακέτο των τσιγάρων του, θα ανάψει ένα δεύτερο και με φωνή γλυκά διαπεραστική σαν της εξέγερσης την ανατριχίλα, θα πει, “με λένε Περικλή”.
γεμάτη θα είναι η τάξη Του. μια τάξη άγραφη στις προσκλήσεις κομματικών συνεδρίων, μια τάξη άναρχη που “θα αγωνίζεται να ριζώσει στο τσιμέντο, (που) αύριο μπορεί να γίνει δάσος, κάνοντας τη μοναξιά της θρίαμβο”. θα απαγγείλει δικούς Του αδημοσίευτους στίχους, θα παίξει έναν μονόλογο θεατρικό, θα τραγουδήσει με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, θα μας μιλήσει για εκείνη την επανάσταση που βουβά στρώνει το δρόμο της κάπου ανάμεσα σε έναν κάδο σκουπιδιών και μια καταπράσινη βουνοκορφή και θα ζητήσει η παρέα μας να βρει γαλήνη, ακουμπισμένη στα σταυρωμένα αλλά ανίκητα πόδια Του.
και κάπου εκεί στην τάξη Του αυτή, πιστός στην ιεροτελεστία του τελευταίου θρανίου, θα αρπάξω -ελπίζω με σεμνότητα- την σπάνια αυτή ευκαιρία, θα ξαναγίνω μαθητής (Του), θα γίνω σιωπηλός προσκυνητής και ίσως βρω το θάρρος να ρωτήσω, Περικλή, πράγματι, “είχαμε τόσο αίμα όσο χάθηκε”;
* Για τον Περικλή Κοροβέση
που έφυγε ακριβώς σαν σήμερα
στις 11 Απριλίου του 2020
για τον αόρατο κόσμο
αφήνοντας ορατά τα σημάδια
μιας αέναης επιστροφής
στους αιώνες των μελλοντικών εξεγέρσεων