«Η Θάλασσα και ο Γέρος» σε σκηνοθεσία Μαρλέν Καμίνσκι – Ευρηματική animation αποτύπωση σε ένα όχι αμιγώς θεατρικό πλαίσιο
«…Μη σκέφτεσαι, γέρο, είπε φωναχτά. Αρμένιζε εκεί που έβαλες πλώρη, κι άμα ‘ρθει το κακό, το αντιμετωπίζεις…» – Ο Γέρος και η θάλασσα
Ο γέρος και η Θάλασσα είναι μια νουβέλα 27.000 λέξεων που γράφτηκε από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ το 1952 στις Μπαχάμες. Η συγκεκριμένη νουβέλα έδωσε στον Χέμινγουεϊ το βραβείο Πούλιτζερ ένα χρόνο μετά την έκδοσή της (1953) και βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1954(το οποίο και αποδέχτηκε χωρίς να παρίσταται λόγω προβλημάτων υγείας (κατάθλιψη).
Στον Γέρο και τη θάλασσα ήρωας του έργου είναι ένας φτωχός ψαράς, ο Σαντιάγο, που έχει μια μικρή βάρκα. Ο Σαντιάγο είχε μόνο ένα φίλο, ένα νέο παιδί, το Μανολίνο που περισσότερο τον φρόντιζε (ο Μανολίνο τον Σαντιάγο) παρά ήταν φίλοι. Επειδή ο γέρος δεν έβγαζε αρκετά ψάρια οι γονείς του Μανολίνο του είχαν απαγορέψει να δουλεύει μαζί του και έτσι δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει στα ανοιχτά. Μια μέρα ο γέρος βγήκε στα ανοιχτά και εκεί ψάρεψε έναν ξιφία. Επειδή όμως δεν χωρούσε στη βάρκα τον μετέφερε μέσα στη θάλασσα με αποτέλεσμα να οσμιστούν το αίμα του οι καρχαρίες και να τον φάνε…
Στην παράσταση «Η Θάλασσα και ο Γέρος», που είδαμε σε σκηνοθεσία Μαρλέν Καμίνσκι στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας αποτυπώθηκε πλήρως το πνεύμα του έργου με τη βοήθεια ενός πάνελ που πάνω του εμφανιζόταν 3D/Αnimation video και το οποίο μετείχε στη βοήθεια της αποτύπωσης του δραματικού χώρου. Η σκηνοθέτις όμως εγκλωβίστηκε στην ομολογουμένως πρωτότυπη προσπάθεια απόδοσης του χώρου αυτού, με αποτέλεσμα να στερήσει αφενός το φαντασιακό πλαίσιο του έργου από τους θεατές και αφετέρου με τη συνεχή εναλλαγή εντυπωσιακών εικόνων να πρωταγωνιστεί περισσότερο το 3D/Αnimation video από τους ηθοποιούς. Η όποια προσπάθεια δράσης προς αποφυγή της στατικότητας καλυπτόταν από την εναλλαγή του δραματικού χώρου με αποτέλεσμα να μειώνεται το κάθε συναισθηματικό στοιχείο έκφρασης, ταύτισης και επικοινωνίας.
Η έξυπνη τομή από σκηνοθετικής άποψης να παρουσιαστεί η χορεύτρια Φαίδρα Σούτου ως ομιλούσα θάλασσα «χώλαινε», καθώς το ομιλείν δεν προερχόταν από την ίδια αλλά από την δανεισμένη – μαγνητοσκοπημένη φωνή της Evelyn Assouad, κάτι που μείωνε την όποια ρεαλιστική αποτύπωση· καθώς επίσης εγκλώβιζε τη χορεύτρια σε μια προσπάθεια να ακολουθήσει την μαγνητοφώνηση. Το αποτέλεσμα ήταν να χάνουν σε αληθοφάνεια τα κινησιακά μοτίβα καθώς αρκετές φορές ήταν λίγο πιο αργά από τον λόγο. Η όποια σημειολογία του έργου έχανε σε ρυθμό καθώς οι εναλλαγές του 3D σκηνικού παρουσίαζαν μια ποιητική λειτουργία χώρου που απέκρυπτε τη συμμετρία της σημειολογίας. Όσον αφορά τη δραματουργική επεξεργασία, προκάλεσε αρνητική εντύπωση το γεγονός πως σε ένα πάνελ με 3D animation/video, ο ξιφίας, ως άλλος εαυτός του γέρου Σαντιάγο αντί να εμφανιστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο animation, αποτυπώθηκε με πλαστικό (σαν πλαστικό μπουκαλάκι) που το κρατούσαν από δυο κοντάρια. Αρνητική εντύπωση προκάλεσε και το (πλαστικό) πουλί που σταμάτησε να ξεκουραστεί στη βάρκα του κρατούσε ο Τάσος Νούσιας με ένα – καλοφτιαγμένο- μακρύ στικ (μαριονέτας).
Στο υποκριτικό κομμάτι ο Τάσος Νούσιας επιβεβαίωσε γιατί θεωρείται από τους καλύτερους σύγχρονους ηθοποιούς, καθώς με ένα νατουραλιστικό παίξιμο ενσάρκωσε τον Σαντιάγο μέχρι κεραίας. Άξιο λόγου υποκριτικής απόδοσης του Νούσια ήταν το σημείο που πάλευε με τους καρχαρίες (της ζωής) και σταματάει εμφατικά κουρασμένος, ως γέρος, και αναφωνεί «κουράστηκα…όχι άλλα δόντια…».
Από κοντά και ο Βασίλης Μηλιώνης ως Μανολίνο λειτούργησε αρκετά υποστηρικτικά με επεξηγηματικές παρεμβάσεις στο έργο βοηθώντας στην κατανόηση των συμβολισμών. Η Φαίδρα Σούτου αν και εγκλωβισμένη στην μαγνητοφώνηση εκφράστηκε ως ομιλούσα θάλασσα με αρκετά καλή και συνεχή κίνηση και την απαραίτητη ένταση που απαιτούσε ο ρόλος.
Ο σχεδιασμός του 3D/Αnimation video από τον Γιάννη Ντουσιόπουλο ήταν εξαιρετικός σε σημείο να υποθάλπει το σύνολο της παράστασης, σε συνεργασία με τον πολύ καλό φωτιστικό σχεδιασμό της Αλίκης Δανέζη Knutsen. Τα κοστούμια από την Αγγελίνα Παπαχατζάκη και την Μάρελν Καμίνσκι αποτύπωσαν επακριβώς την εικόνα που έχουμε όλη μας για τους ψαράδες με ελαφρώς βρώμικα ρούχα και ατημέλητη εμφάνιση, βοηθώντας στο νατουραλιστικό παίξιμο των υποκριτών ενώ παράλληλα η μουσική από τον Σταύρο Τσουμάνη επιτόνιζε τις σημαντικές στιγμές του έργου.
Συμπερασματικά η παράσταση «Η Θάλασσα και ο Γέρος» σε σκηνοθεσία Μαρλέν Καμίνσκι είχε μια ευρηματική animation σκηνική αποτύπωση, που όμως υπέθαλπε τον ρόλο των υποκριτών καθώς λειτούργησε ως ένα επινόημα με ποιητική λειτουργία που -συνακολούθως με όλα τα υπόλοιπα τεχνικά μέσα- είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της εφαρμογή του φαντασιακού δραματικού χώρου του έργου. Έτσι, οι όποιες προσλαμβάνουσες από τους θεατές να λειτούργησαν σε ένα τηλε-οπτικό πλαίσιο και όχι σε αμιγώς θεατρικό.