«Καλιγούλας» σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις – Η ιστορία μιας υπέρτατης αυτοκτονίας μέσα από τα μάτια των «άλλων»
«Αυτός ο κόσμος δεν έχει νόημα. Όποιος το αναγνωρίζει κερδίζει την ελευθερία του. Και σας μισώ ακριβώς επειδή δεν είστε ελεύθεροι. Σε όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, να με, ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος…Τέλος παιχνιδιού. Τιμιότητα, σεβασμός, αξιοπρέπεια, σοφία των λαών, όλα εξαφανίζονται μπροστά στο φόβο. Ο Φόβος, αυτό το ωραίο συναίσθημα, ανόθευτο, αγνό, σπάνιο…» – Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Αύγουστος Γερμανικός (Καλιγούλας)
Το έργο Caligula γράφτηκε από τον Αλμπέρ Καμύ το το 1938 όταν ήταν 25 ετών. Ο ίδιος, ήθελε να έχει το ρόλο του Καλιγούλα στο θέατρο που είχε ιδρύσει στο Αλγέρι, αλλά ελέω πολέμου, παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο Παρίσι (θέατρο Hebertot) το 1946. Αν και η γαλλική κριτική της εποχής το χαρακτήρισε ένα φιλοσοφικό έργο, ο Καμύ με τον Caligula κλείνει τη σειρά των «παραλόγων» του.
Στο έργο, ο Καλιγούλας ως προσωπικότητα, αν και ήταν αγαπητός στον λαό του, με το θάνατο της ερωμένης – αδερφής του αλλάζει ρότα και τα βλέπει όλα μαύρα. Νιώθει αδύναμος και το «δηλητηριασμένο» μυαλό του διαστρεβλώνει όλες τις αξίες, προτάσσοντας το «τέλος» του και των ανθρώπων γύρω του, σε νοητικό επίπεδο, μέσω του φόβου του θανάτου. Παγιδεύει στη λογική του τους συγκλητικούς και τους πατρίκιους της αυλής και απαρνιέται τους ανθρώπους. Στο τέλος καταστρέφοντας τα πάντα καταστρέφει και τον εαυτό του.
Το έργο του Καμύ «Καλιγούλας», παρουσιάζεται στο θέατρο Λιθογραφείον στην Πάτρα σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις και προβάλλεται εν είδει performance που εκφράζεται μέσω μιας λεπτής ειρωνείας· θα μπορούσε να ονομαστεί και ως « η ιστορία μιας υπέρτατης αυτοκτονίας». Πιο συγκεκριμένα ο Γκραουζίνις επιλέγει να παρουσιάσει το έργο εν απουσία του Καλιγούλα -αντίθετα από το αρχικό έργο του Καμύ που ο Καλιγούλας παίζει κανονικά- με πολλά αφηγηματικά υποεπίπεδα. Αρχικά μέσω του Χαιρέα (Φάνης Δίπλας) μονολογικά παρουσιάζεται η περίληψη του έργου μέχρι τέλους. Στη συνέχεια οι διάλογοι «σπάνε» σε πολλαπλές αναφορές με ομοδιηγητικό τρόπο (αφήγηση που ο ήρωας που αφηγείται παίρνει μέρος στην ιστορία) και μέσω της αφήγησης προβάλλεται ο προκλητικός τρόπος που ο Καλιγούλας αντιμετώπιζε τα χρηστά ήθη.
Ο συγκρουσιακός τρόπος που προβάλλεται η επιχειρηματολογία έχει ως σκοπό να αποκαλυφθεί η κατανοούσα συνείδηση του Καλιγούλα. Δηλαδή, ο ουσιαστικός χώρος δράσης είναι το μυαλό του Καλιγούλα, που λειτουργεί διαλυτικά για τη Ρωμαϊκή κοινωνία. Η εκτόπιση του Καλιγούλα από τη σκηνική παρουσία, τοποθετεί τους υπόλοιπους ηθοποιούς σε μια προσπάθεια έκφανσης λόγων και συναισθημάτων που λειτουργεί κατοπτρικά με το απών σημαινόμενο, τον Καλιγούλα. Όλες οι αναφορές γίνονται σε σχέση με αυτόν· οι υπόλοιποι ήρωες είναι μορφές που είναι σε μια μόνιμη αναμονή των αποφάσεών του. Ο Γκραουζίνις στηλιτεύει με αυτό τον τρόπο την επανεξέταση υποκειμένου – συστήματος, δυο αντιθετικά ζεύγη δηλαδή και μας δείχνει πως πράξεις μπορούν να νομιμοποιηθούν αρκεί να φορούν τον «κρατικό μανδύα».
Όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί δεν εστιάζει μόνο στην επικοινωνία μεταξύ τους, αλλά και σε μια παιγνιώδη ανταγωνιστική καθυπόταξη των ηρώων και την επιθυμία αυτών να επιβιώσουν στο «εδώ και τώρα» των αποφάσεων του Καλιγούλα. Στην παράσταση σημαντικό ρόλο παίζουν τα μοτίβα, όπως το φεγγάρι που δηλώνει το «υπερφυσικό», το «πάνω» από τους ανθρώπους ή ο καθρέπτης που λειτουργεί ως απόδειξη της ύπαρξής μας. Σκηνικά, οι στατικές τοποθετημένες καρέκλες με τους ηθοποιούς να τοποθετούν σε αυτές τα σώματά τους σα να δίνουν συνέντευξη, έχουν σκοπό να «εκπαραθυρώσουν» (οι ηθοποιοί) το κυρίαρχο πλαίσιο του Καλιγούλα απ΄ ευθείας στο κοινό. Παράλληλα, με τις όποιες κινήσεις τους, εγγράφουν με το σώμα τους την πλαστή πραγματικότητα που τους περιβάλλει.
Στους ηθοποιούς, ο Φάνης Δίπλας μετουσιώνει εξαιρετικά το Χαιρέα και γενικότερα αποδίδει ευρηματικά το αφηγηματικό υποεπίπεδο καθώς προτάσσει άλλοτε σοβαρά και άλλοτε παιγνιωδώς τα χαρακτηριστικά που προτάσσει ο ρόλος, δείχνοντας μας τις υποκριτικές του δυνατότητες. Ο Αλέξανδρος Κουκιάς «παίζει» με το ρόλο σε σωστή υποκριτική κλίμακά πότε γελαστός πότε σοβαρός πότε με ένταση, αλλά πάντα τόσο όσο χρειάζεται. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο κινείται και η Ελένη Γεωργακοπούλου ως Κεζόνια που αποδίδει εξαιρετικά με εσωτερικότητα και με την απαραίτητη ένταση στο συγκεκριμένο ρόλο. Την ένταση που απαιτεί ο ρόλος βγάζει και ο Αλέξανδρος Τσίτσος, αποδίδοντας την ποικιλία των συναισθημάτων που απαιτούν οι καταστάσεις.
Η μουσική από τον Χάρη Πεγιαζή και τα φώτα από την Ευσταθία Δρακονταείδη χρωματίζουν την παράσταση, πότε υποβλητικά πότε με την απαραίτητη ένταση. Όσον αφορά τα κοστούμια και τα σκηνικά από τον Κέννυ ΜακΛέλλαν λειτουργούν στο αντίθετο άκρο από τη συνολική καλή εικόνα της παράστασης. Δεν εφάπτονται επουδενί με την παράσταση καθώς δεν προβάλλουν το Ρωμαϊκό στοιχείο ούτε υποβοηθούν σε κάποιο σημαινόμενο, αλλά χαλούν και την παιγνιώδη διάσταση, καθώς εκπέμπουν σοβαρότητα. Το σκηνικό τέλος δεν αποτυπώνει το κόκκινο χρώμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ούτε τον «αιματοβαμμένο» χαρακτήρα της παράστασης και δεν καταφέρνει να κρύψει το industrial περιβάλλον του λιθογραφείου ώστε να μας μεταφέρει σε μια Ρωμαϊκή-αυτοκρατορική αυλή, αλλά ούτε έδωσαν κάποιο αφαιρετικό χαρακτήρα από την άλλη..
Συμπερασματικά, η παράσταση «Καλιγούλας», σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, αποτυπώνει εξαιρετικά την υπερβατική τυραννία της σκέψης ενός ατόμου με εξουσία και μας αποκαλύπτει πόσο κοντά είναι η διάρρηξη των ορίων του ανθρώπου από το σοβαρό στο γελοίο. Οι κανόνες που χρειάζονται σε μια κοινωνία σπάνε όταν αρχίζει η «τραγωδία της νόησης» της εξουσίας.
Πληροφορίες Παράστασης
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικό – Κοστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Πρωτότυπη μουσική: Χάρης Πεγιάζης
Φωτισμοί: Ευσταθία Δρακονταειδή
Διεύθυνση παραγωγής: Μαρία Λάτα
Παραγωγή: Βιομηχανική
Παίζουν οι ηθοποιοί: Ελένη Γεωργακοπούλου, Φάνης Δίπλας, Αλέξανδρος Κουκιάς, Αλέξανδρος Τσίτσος
Παραστάσεις: Παρασκευή στις 23:59 (μεταμεσονύχτια), Σάββατο στις 21:30, Κυριακή & Δευτέρα στις 20:00 στο Θέατρο Λιθογραφείον, Μαιζώνος 172β, Πάτρα.
Εισιτήρια: ticketservices.gr