Καλημέρα αγάπη μου…
Ένα ποίημα θέλω να γράψω σακάτικο κι αλάνι.
Να σέρνει το κουρασμένο του ποδάρι σε στενοσόκακα ημέρες καλοκαιρινής ραστώνης, έτσι που να τρίζουν τα δόντια των νοικοκυραίων απ’ την ενόχληση και τις βλαστήμιες που καταπίνουν. Να μπαίνει στο εγκαταλελειμμένο οικόπεδο εν είδει αλάνας, να κλωτσά με λύσσα την επιγραφή «ανέγερση πολυτελών κατοικιών» και να ουρλιάζει: «στα 3 κόρνερ πέναλτι κι οι σπόντες απαγορεύονται, όποιος έχει άντερα να κατεβεί να παίξει με τον κουτσό».
Advertisement
Ένα ποίημα αλήτικο κι αυθάδικο.
Να κατεβάζει τα βράδια τις βιτρίνες των οίκων νυφικών. Να κλείνει τα ξυπνητήρια τις Δευτέρες τα πρωινά και να φτύνει βρισιές στα μούτρα των προϊσταμένων.
Ένα μακροσκελές οργισμένο ποίημα,
που να χώνεται όπου δεν το σπέρνουν, να θεριεύει και να πυρπολεί τη ρουτίνα και τη συνήθεια.
Advertisement
Ένα ποίημα μεθυσμένο,
που να ανακατεύεται στους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ και να χώνει στα κρυφά, προφυλακτικά στα καροτσάκια των καθωσπρέπει ανέραστων.
Ένα ακάλεστο κατασκεύασμα,
που να μπαίνει στα διαμερίσματα μόλις οι πόρτες διπλοκλειδώνουν και οι διακόπτες είναι κατεβασμένοι στα σίγουρα, ν’ ανάβει όλα τα φώτα και να πίνει μπάφο καταμεσής του σαλονιού πετώντας επιδεικτικά τις στάχτες του στο καλογυαλισμένο πάτωμα.
Advertisement
Ένα ποίημα που να γυρνά επιδεικτικά την πλάτη σε στημένα ηλιοβασιλέματα και να την αράζει πάνω σε ταράτσες, σε σκαλάκια πολυκατοικιών και μάντρες σχολείων. Να πίνει μπίρα απ’ το μπουκάλι, να φιλάει όλο πάθος, να κλείνει συνθηματικά το μάτι και να τοποθετεί όλο ευλάβεια ένα τόσο δα μικρό στουπί στο άδειο μπουκάλι.
Ένα αερικό,
που να σβήνει στο πέρασμά του τα κεράκια στις τούρτες πριν τελειώσει το χιλιοειπωμένο τραγουδάκι και τα δήθεν ανεπιτήδευτα κεριά των ζευγαρωμένων για να δώσει πρόωρα το σύνθημα πως το πάρτι ξεκινάει και χωρίς παράτες.
Ένα μικρό κλέφτη με μεγάλα όνειρα,
που να βουτάει κέρματα, τόσα ακριβώς ώστε να λείπουν απ’ τους καλά υπολογισμένους λογαριασμούς και να ονειρεύεται σειρήνες να ουρλιάζουν καθώς απομακρύνεται από την τράπεζα με τ’ όπλο στο χέρι.
Advertisement
Ένα ποίημα παθιασμένο και ανορθόγραφο,
που να χώνεται σε αμφιθέατρα σοβαρών φιλολόγων και αίθουσες ντελικάτων ποιητών, επιμένοντας αυθάδικα πως η κάβλα πρέπει να γράφεται πάντα με «βήτα» και όχι με «ύψιλον» γιατί εμπεριέχει βογκητό.
Ένα βέβηλο δημιούργημα,
που να τρυπώνει ανάμεσα στα πιο βαρετά και κουρασμένα «σ’ αγαπώ» και να παραχώνει σκέψεις για ιδρωμένα κορμιά που στάζουν κάβλα σε συζύγους με σπίτι, αυτοκίνητο, κοιλίτσα και παιδιά που κοιμούνται πάνω από οθόνες στο διπλανό δωμάτιο.
—–
«Καλημέρα αγάπη μου, τα λεφτά των κοινοχρήστων είναι ακουμπισμένα στον πάγκο της κουζίνας…»
Το ποίημα μούχλιασε ατελείωτο, παραχωμένο ανάμεσα σε κοχύλια, αποκόμματα εισιτηρίων, φωτογραφίες και μισοσβησμένα χαμόγελα. Παλεύει όλο αγωνία για μια καθαρή ανάσα. Περιμένει όλο υπομονή, ζωσμένο εκρηκτικά και TNT να πυρπολήσει κάθε γαμημένη συνήθεια κι ας χαθεί κι αυτό μέσα στη φλόγα και το χάος.
Advertisement
Advertisement