«Καλοκαίρι» του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ – Ευφορικό και μελαγχολικό, λυρικό και παραληρηματικό, πληθωρικό κι ανοικονόμητο
«Καλοκαίρι» (Leto).
Σκηνοθεσία: Κιρίλ Σερεμπρένικοφ.
Ηθοποιοί:Teo Yoo, Irina Starshenbaum, Roman Bilyk.
Ρωσία, 2018.
(Διαθέσιμο στο cinobo).
«Είσαι σκουπίδι/… Όταν μου λες ψέματα κατάμουτρα/ Μου έρχεται να σε σκοτώσω/… Αλλά τη θέση σου θα πάρει ένα άλλο σκουπίδι…».
– «Μάικ, ήταν καταπληκτικό! Είναι κακόγουστο κι άσχημο, με φριχτές, αηδιαστικές ρίμες! Το “Σκουπίδι” θα γίνει επιτυχία. Σίγουρα η μισή αίθουσα τραγουδούσε μαζί σου».
Τραγουδούσε, κουνούσε ρυθμικά τα χέρια αλλά καρφωμένη στις καρέκλες καθώς άγρυπνοι κρατικοί υπάλληλοι απαγόρευαν τον χορό- αποτρέποντας τους κινδύνους της έκστασης του χορού, της εξωτερίκευσης των συναισθημάτων, της διάχυσης ενός ανεξέλεγκτου ενθουσιασμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην ΕΣΣΔ, η Λέσχη Ροκ του Λένινγκραντ ήταν από τους λίγους δημόσιους χώρους όπου επιτρέπονταν οι συναυλίες στα Σοβιετικά ροκ συγκροτήματα, μετά από κρατικό έλεγχο των στίχων τους αν μετέφεραν θετικά μηνύματα στη νεολαία («Οι Σοβιετικοί ροκ μουσικοί πρέπει να βρίσκουν το καλό στην ανθρωπότητα»), με σκοπό, θαρρείς, η πίστη στις ιδέες να επισκίαζε την αντίληψη της πραγματικότητας που είχε ξεμακρύνει απ’ αυτές. «Τραγούδι χωρίς νόημα, είναι επίτευγμα», πίστευαν ο δημοφιλής Μάικ κι ο νεότερος Βίκτορ (υπαρκτά πρόσωπα που πέθαναν νέοι, ιδιαίτερα ο Βίκτορ Τσόι έμελλε να αναδειχθεί σε Σοβιετικό ροκ είδωλο) και ορισμένοι αξιωματούχοι που δεν σκέφτονταν μόνο γραφειοκρατικά, ενέκριναν τούς υπαρξιακούς τους στίχους ως χιουμοριστικούς. Όλοι αυτοί οι underground νέοι αμφισβητούσαν κι ασφυκτιούσαν, άκουγαν κρυφά Λου Ριντ, Μπόουι και T-Rex, ανάμεσα σε άλλους απαγορευμένους δυτικούς καλλιτέχνες, ξενυχτούσαν καπνίζοντας και πίνοντας, συνηθέστερα στο διαμέρισμα του Μάικ που ήταν σαν πατρική φιγούρα- όπως και για τη σύντροφό του Νατάσα με την οποία είχαν ένα πολύ μικρό παιδί- συζητώντας και διαφωνώντας για το αν οι στίχοι του Ριντ ήταν αλαζονικοί, ακόμα και γι’ αυτούς του Μάικ («Για ποιο πράγμα μιλάει το ροκ σου Μάικ; Αυτή είναι μουσική ενός χαρούμενου, βολεμένου τύπου, γαμώτο, που χέστηκε πόσο σκατά είναι η χώρα του»), θέλοντας να συνθέσουν τη δική τους μουσική, να διαμορφώσουν τη δική τους ταυτότητα, να διερευνήσουν με αμοιβαία ειλικρίνεια την ελευθερία στις διαπροσωπικές σχέσεις, ιδιαίτερα στις ερωτικές- χωρίς, όμως, να δηλώνεται στην ταινία ότι το ψυχικό τους έδαφος ήταν καλλιεργημένο από τη Σοβιετική διαπαιδαγώγηση ότι οι σχέσεις είναι προσωπικό ζήτημα που προϋποθέτουν ισοτιμία και συναίνεση.
«Είμαι ένα ρεμάλι… Κοίτα το πρόσωπό μου/δεν έχει ίχνος αλήθειας… Δεν δουλεύω/μόνο μαστουρώνω… ». Τα τραγούδια τους δεν ήταν «χωρίς νόημα», εξέφραζαν αντίδραση στα κοινωνικά πρότυπα, την ανάγκη να αναγνωριστεί η αλήθεια των συναισθημάτων, της αυτοαντίληψης, των ανθρώπινων παθών. Είναι καλοκαίρι, μια μεγάλη παρέα νέων έχει κατασκηνώσει στη θάλασσα, τραγουδά, πίνει, καπνίζει χόρτο, χορεύει, βουτάει γυμνή στο νερό νυχτιάτικα- η έκρηξη της νεανικής ενέργειας, τα νιάτα που είναι πάντα μόνο μια φορά, η ζωή που βιώνεται στο τώρα, η φυσική ανάδυση της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης μέσω της κοινής αγάπης της μουσικής, το κοινό όνειρο για έναν άλλον κόσμο, διαχρονικό, οικουμενικό νεανικό όνειρο. Στην πόλη, αναπλάθουν ζωογόνα τη γκρίζα καθημερινότητα και διασαλεύουν καθιερωμένες νόρμες συμπεριφοράς, σε μια προσωρινή άνοδο της φαντασίας στην εξουσία, σε μια βαθιά, φαντασιακή τομή στην πραγματικότητα: ένα αυτοσχέδιο μουσικό δρώμενο στο τραίνο με το “Psycho killer” των Talking Heads όπου η ασπρόμαυρη εικόνα πιτσιλίζεται με ζωηρά χρώματα, γεμίζει με γραφήματα των στίχων και σ’ ένα τζάμι είναι ζωγραφισμένο, “Fuck the system” (ένας ηλικιωμένος καταφέρεται εναντίον τους ότι τραγουδούν τραγούδια των ιδεολογικών εχθρών της πατρίδας τους για να λάβει την απάντηση από έναν νέο με βαθύτερα εμπεδωμένη ταξική συνείδηση από τον παραδοσιακό κομμουνιστή: «Οι Sex Pistols είναι εργατική τάξη, δεν είναι εχθρός»), ένα αυτοσχέδιο δρώμενο στο τραμ με το “Passenger” του Ίγκυ Ποπ που μεταμορφώνεται γραφιστικά σε πύραυλο, θαρρείς πυροδοτημένος για έναν άλλον κόσμο από τους ερωτευμένους underground νέους που μεταφέρουν ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη, προσεκτικά ώστε να μην χυθεί ούτε σταγόνα αλλά με τα σώματά τους να τραντάζονται από τα γέλια και τις στάσεις του τραμ, και, σαν αποκορύφωμα, το δαιμονισμένο, σαρωτικό ξέσπασμα χορού σε μια συναυλία όταν ξαφνικά, επιτέλους, ο Μάικ αφήνεται τραγουδώντας «Το πρωί θα είναι πάλι τα ίδια πρόσωπα/ Το ίδιο παιχνίδι, όλα τα έχω ξαναδεί»: γιατί, στην πραγματικότητα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη, όπως μαθαίνουμε κάθε φορά… Αυτό που συνέβη, ήταν η απεικόνιση της νεανικής επιθυμίας για έναν άλλον κόσμο- μια φευγαλέα, ονειρική διακοπή της αναπότρεπτης παρακμής μιας κοινωνίας, κάθε κοινωνίας, όπου η νεανική αμφισβήτηση καταστέλλεται.
Χειμαρρώδης αλλά και φρενιτιώδης, ευφορικός αλλά και μελαγχολικός, λυρικός αλλά και παραληρηματικός, πληθωρικός αλλά και ανοικονόμητος, σαν οργισμένος έφηβος και, ταυτόχρονα, ένας πικραμένος σαραντάρης, ο Σερεμπρένικοφ (βασισμένος στις αναμνήσεις της Natalia Naumenko, όπως αναφέρεται) μεταδίδει τον αναβρασμό αυτής της υπόγειας μουσικής σκηνής και περιθωριακής μειονότητας, συνδέοντας πολιτικά το τότε με το τώρα- γνωστός για τα επικριτικά του σχόλια κατά τον Πούτιν, είναι τιμωρημένος σε κατ’ οίκον περιορισμό για οικονομικές ατασθαλίες που έχουν καταγγελθεί ως ανυπόστατες. Αεικίνητη η κάμερα, ακολουθεί, παρατηρεί, συντροφεύει με χορογραφική χάρη τα πρόσωπα, χαλαρή αφηγηματική δομή που αποπνέει δημιουργική ελευθερία, μεγάλα σε διάρκεια πλάνα, απίθανα μονοπλάνα, πληθώρα ζωντανών δεύτερων χαρακτήρων, μουσική που πλημμυρίζει- ευφραινόμαστε με την κινηματογράφηση, τον ρυθμό, τη ζωντάνια! Παράλληλα, η μελαγχολία που διαποτίζει την ατμόσφαιρα, καθιστά την ταινία μια ωδή γι’ αυτήν τη γενιά που δεν πρόλαβε να βιώσει τα ανατρεπτικά όνειρά της για μια νέα κοινωνία καθώς λίγα χρόνια αργότερα η ΕΣΣΔ θα διαλυόταν, αντιμετωπίζοντας πια τη νέα σκληρή πραγματικότητα, της Ρωσικής ιδιωτικοποίησης, ολιγαρχίας κι αυταρχισμού. Και, θαρρείς εξισορροπώντας τον σκηνοθετικό τόνο και την πυρετώδη δημιουργικότητα των νέων μουσικών, όλων αντρών, υπάρχει η ευαίσθητη ερμηνεία της Irina Starshenbaum, με την ήπια φυσιογνωμία που εμπνέει αποδοχή, μεταδίδοντας θέρμη, μητρική τρυφερότητα (δεν αγχώνεται να κοιμίζει νωρίς το παιδί ούτε αποφεύγει να το εκθέσει στους καπνούς των τσιγάρων στο πάντα γεμάτο σπίτι τους, σεβόμενη την προσοχή του για τους μουσικούς ήχους και τους ανθρώπους που μοιράζονταν ένα κοινό πάθος), μεταδίδοντας φυσικό ερωτισμό. «Ο Μικ Τζάγκερ δεν θα σε καταλάβαινε που περιορίζεσαι σε μια οικογένεια», λένε στον Μάικ που απαντά, «Ο Τζάγκερ δεν έχει τη Νατάσα».
Η ταινία έχει μεγαλύτερη διάρκεια απ’ όσο θα θέλαμε, ορισμένα επεισόδια δεν προσθέτουν κάτι ουσιαστικό ενώ άλλα θα μπορούσαν να διαρκούν λιγότερο και δεν εμβαθύνεται η σχέση της Νατάσα με τον Βίκτορ, όσο κι αν μπορεί να ερμηνευθεί γιατί αποφεύγουν μεγαλύτερη εγγύτητα. Ωστόσο, το νοσταλγικό, ατμοσφαιρικό «Kαλοκαίρι» συναρπάζει κινηματογραφικά, μας αγγίζει. Κι όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, θα αισθανθούμε το τραγούδι «Το καλοκαίρι σύντομα θα τελειώσει» του Τσόι, σαν προτροπή να σηκωθούμε από την καρέκλα και να χορέψουμε γι’ αυτήν τη Σοβιετική γενιά, θαρρείς για να μην ξεχνάμε μέσα στη διάψευση του χαμένου ονείρου τόσων πολλών ανθρώπων στην ΕΣΣΔ και τόσων πολλών σε όλον τον κόσμο για την ΕΣΣΔ, ότι τα καλοκαίρια πάντα ξανάρχονται, γεμάτα αναμνήσεις, όνειρα κι ελπίδες.