«Καρμπόν» – Όσο ανασαίνεις και σκέφτεσαι υπάρχεις. Ή μήπως όχι;
Εδώ και περίπου ένα χρόνο κυκλοφορεί το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Κούβα με τίτλο Καρμπόν από τις εκδόσεις Κίχλη. Ο τίτλος από μόνος του προκαλεί την περιέργεια του αναγνώστη μια και το «Καρμπόν» ως λέξη έχει πια περισσότερο ταυτιστεί με τη μεταφορική του έννοια, αυτήν της αντιγραφής παρά την κυριολεκτική του. Η χρήση του καρμπόν στο χώρο της γραφικής εργασίας με όλες τις ποικίλες μορφές της, έχει κατά κύριο λόγο αντικατασταθεί από τους υπολογιστές και τις άπειρες δυνατότητες αναπαραγωγής κειμένων που προσφέρουν.
Η αλήθεια είναι ότι από την αρχή του μυθιστορήματος ο αναγνώστης εισάγεται από τον κεντρικό ήρωα, τον Άρη Κοντό, στην έννοια της αντιγραφής. Αντιγράφει ο Άρης και μάλιστα πιστά, τόσο πιστά που ακόμα και ο ίδιος όπως δείχνει η εξέλιξη της μυθοπλασίας παραπαίει ανάμεσα στις δύο ταυτότητές του, αυτή που του ανήκει δικαιωματικά λόγω του κοινωνικοπολιτικού του περιβάλλοντος, της κληρονομικής του προέλευσης και των μέχρι σήμερα επιλογών του και από την άλλη αυτή που επιλέγει να υιοθετήσει.
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Κούβα με κέρδισε γιατί βίωσα το παιχνίδι –μαρτύριο ανταγωνισμού δύο ταυτοτήτων που μπορεί να λάχει στη ζωή ενός ανθρώπου. Ένα παιχνίδι που ίσως τελικά δεν έχει νικητές και χαμένους παρά μόνο ανθρώπινες ψυχές που ηττώνται από την κούραση του να καταλήξουν ποιοι είναι και γιατί. Στην περίπτωση του Άρη βέβαια είναι ο ίδιος που συνειδητά επιλέγει να βιώσει την πάλη μεταξύ δύο ταυτοτήτων. Και η δεύτερη ταυτότητα η συνειδητά επίκτητη είναι ακραία διαφορετική από την εγγενή του. Μονταδόρος επίπλων ο Άρης, μοναχικός εργένης, κάτοικος ενός διαμερίσματος σε μία από τις «φτωχογειτονιές» της χαμηλότερης από άποψη κοινωνικού πρεστίζ Αθήνας, συνειδητοποιεί εντελώς ξαφνικά ένα βράδυ ότι έχει αποκτήσει το χάρισμα της οξύτατης διαπεραστικής ακοής. Τι κάνει;
Επικεντρώνεται στην λαθραία ακοή όλων των στοιχείων που συνθέτουν την πραγματικότητα της ζωής του Φίλιππου Ροδόπουλου, ενός ζωγράφου που κατοικεί στο ρετιρέ της πολυκατοικίας μαζί με τη σύντροφο του, τραγουδίστρια της Λυρικής. Γιατί ο Φίλιππος; Γιατί ο ζωγράφος και όχι κάποιος άλλος; Το ερώτημα του παρατηρητή αναγνώστη απαντάται με διαφορετικό από τον καθένα τρόπο. Γιατί; Απλούστατα επειδή η γραφή του Γιώργου Κούβα αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα ερμηνείας, πρόσληψης και μεταεπεξεργασίας του μύθου του. Ο Γιώργος Κούβας δε δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν στον αναγνώστη του. Δε δίνει οριστικές τελεσίδικες απαντήσεις ούτε στα ερωτήματα του κεντρικού του ήρωα. Και αυτή είναι μία από τις δυνάμεις που χαρακτηρίζουν τη γραφή του. Γιατί το μυθιστόρημα του κάλλιστα καλείται να λειτουργήσει ως εφαλτήριο προβληματισμού και σκέψης.
Αν κοιτάξουμε το παιχνίδι ταυτοτήτων που βιώνουμε σήμερα πιο έντονα από ποτέ λόγω των ραγδαίων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, καμία έννοια, ιδέα, ορισμός δεν μπορεί να προσλαμβάνεται ως κάτι τελεσίδικο. Γιατί διαφορετικά δεν δύναται να ανταποκριθεί στις ολοένα νεοεμφανιζόμενες προκλήσεις της. Αντιθέτως μπορεί να προσλαμβάνεται με τις αποσκευές της. Έτσι ήταν μέχρι σήμερα, έτσι είναι τώρα, αύριο ποιος ξέρει; Άραγε αύριο πώς θα θέλαμε να είναι; Και ποιοι είναι οι λόγοι που μας οδηγούν στην α’ ή β’ επιθυμία;
Αυτά είναι τα ερωτήματα που ο Άρης Κοντός πρόβαλε μπροστά μου. Και ο ίδιος φτάνει να καταλήγει σε κάποιες απαντήσεις ερμηνευτικές της απόφασής του να γίνει ηθοποιός του θεατρικού έργου της ζωής του. Η ιστορία του Άρη Κοντού μου θύμισε αυτό που είχε πει κάποτε ο Σαρτρ: Στο θέατρο της ζωής του κάθε θνητός είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης ταυτόχρονα.
Σκηνοθετεί μέσω της μιμητικής μεθόδου ο Άρης το θέατρο της ζωής του με απώτατο σκοπό όχι την αναζήτηση της γεννοδότρας δύναμης αυτής της επιλογής του αλλά τη βίωση του αποτελέσματος που δεν είναι άλλο από την κατάκτηση της προσωπικής του ελευθερίας. Το μεγαλύτερο παράδοξο είναι η στιγμή που νιώθει απόλυτα ελεύθερος παρά το γεγονός ότι βρίσκεται φυλακισμένος για ένα έγκλημα που ουσιαστικά δεν διέπραξε αλλά το υπερασπίστηκε ως δικό του δημιούργημα λόγω της ταυτότητας του Φίλιππου που υιοθέτησε.
Ξεκινώντας να βυθίζεσαι στην αφήγηση, στην αρχή ίσως νιώσεις αυτή τη δυσπιστία του στυλ «ωχ, κάτι εκτός πραγματικότητας, μια μεταμοντέρνα υπερφυσική θέαση της ζωής, διαπεραστική ακοή τώρα πώς γίνεται». Η μαγεία του συγκεκριμένου μυθιστορήματος όμως έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η υπερφυσική με την πρώτη ματιά θέαση της πραγματικότητας των ηρώων του μυθιστορήματος αποδεικνύεται μια εμπειρογνωμονική ματιά της πραγματικότητας που αγγίζει όλους μας. Γιατί τελικά όλοι μας ηττούμαστε από τη μάχη του να βρούμε ποιοι είμαστε. Όλοι μας νομίζουμε ότι ξέρουμε ποιοι είμαστε μέχρι που μια ανατροπή στη μέχρι πρώτιστα δηθενικά στανταρτοποιημένη κανονικότητά μας ανατρέπει τα πάντα. Και μετά χανόμαστε. Έτσι έχουμε χαθεί και τώρα μέσα σε αυτό που λέγεται κρίση, μέσα σε αυτό που λέγεται απειλή εθνικής ταυτότητας, μέσα σε αυτό που λέγεται παγκοσμιοποίηση, μέσα σε αυτό που λέγεται εικονική πραγματικότητα, μέσα στον λαβύρινθο των πρωτοεμφανιζόμενων εννοιών ή των αλλαγών της σημασίας τους.
Και ο Γιώργος Κούβας παραθέτει την προσωπική μαρτυρία ενός χαμένου από επιλογή. Επέλεξε να χαθεί. Επέλεξε να αξιοποιήσει την οξύτατη διαπεραστική ακοή που του έφερε η Λάχεσις της ζωής του για να χαθεί. Γιατί μόνο έτσι πίστεψε ότι μπορεί να ξαναβρεθεί.
Και εγώ απλώς αναρωτιέμαι και το μοιράζομαι μαζί σας: Μήπως τελικά πρέπει και εμείς να επιλέξουμε να χαθούμε; Μήπως μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επαναπροσδιοριστούμε, να μας ξαναβρούμε; Γιατί οι λαβύρινθοι, το χάος, η μαύρη τρύπα του φόβου των αλλαγών πάντα θα υπάρχουν. Εμείς όμως για να υπάρχουμε πρέπει όντως να έχουμε δοκιμάσει τι σημαίνει τελικά να μην υπάρχεις. Όσο ανασαίνεις και σκέφτεσαι υπάρχεις. Ή μήπως όχι;
Δεν μπορείς να μην υπάρχεις, αυτό μάς θυμίζει ο Άρης Κοντός. Υπάρχεις μέσα από τη μίμηση, μέσα από την απραξία, μέσα από το κρύψιμο και το βόλεμα, μέσα από την πράξη. Υπάρχεις έτσι και αλλιώς φίλε μου αναγνώστη. Το θέμα είναι: Πώς θέλεις να υπάρχεις;
Περισσότερες πληροφορίες για το «Καρμπόν» μπορείτε να βρείτε στη σελίδα του: carbonthebook.com