Καρναβαλέρια ή Καννιβαλέρια;
Το καραβάνι έφθασε στην πόλη που θύμιζε τόπο ξεχασμένο ή καλύτερα τόπο αφημένο παρατημένο. Προσκαλεσμένοι από τον Έπαρχο της Πόλης δίχως μύθο, θα έδιναν παραστάσεις δρόμου σε διαφορετικές γειτονιές της.
Κανείς δεν γνώριζε, ούτε καν ο ανώτατος άρχοντας της πόλης το ακριβές περιεχόμενο των παραστάσεων αυτού του περίεργου σαλτιμπαγκικού θιάσου.
Το καραβάνι των καλλιτεχνών αυτών διαβεβαίωνε, χωρίς φωτογραφίες της παράστασης, μέσω του διαδικτυακού ιστοτόπου του, ότι οι μάσκες και οι μεταμφιέσεις τους ήταν μοναδικές, δεν είχαν ποτέ αντιγραφεί. Ήταν και παρέμειναν να είναι αρχετυπικές.
Η πρώτη παράσταση, η πρεμιέρα των καλλιτεχνών θα δινόταν σε κεντρικότατο σημείο της πόλης δίχως ίχνος μύθου. Εκεί όπου οι κάτοικοι ιθαγενείς της απολάμβαναν όλον τον χρόνο, την ετήσια γιορτή του Καρναβαλιού. Γιορτή για την οποία ήταν όχι απλά υπερήφανοι. Γιορτή στην οποία θυσίαζαν και τις τελευταίες εναπομείνασες μνήμες τους στον υπέρτατο Θεό τους, τον Θεό Ναι.
Το καραβάνι, ένα ψηλό 4×4 Unimoc,που έδειχνε τεράστιο, σχεδόν απόκοσμα μεγάλο, είχε παρκάρει μπροστά από τον μεγάλο Βωμό της Πόλης της δίχως στάλα μύθου. Ο μεγάλος Βωμός έκαιγε κάθε μέρα, όλη μέρα. Εκεί οι ιθαγενείς της πόλης θυσίαζαν στον Θεό Ναι, οποιαδήποτε θύμηση ή μνήμη, ξεπηδούσε από μέσα τους, ξαφνικά ή αναμενόμενα. Εκεί στον μεγάλο βωμό είχε θυσιαστεί και αποδοθεί ως ύψιστη τιμή εκ μέρους των κατοίκων της και η τελευταία στάλα συλλογικής ή και ατομικής μνήμης. Για να γίνει πιο ευχάριστη η καθημερινή θυσία μνήμης, ως καταλύτης χρησιμοποιείτο η καύση ωμού κρέατος, το οποίο στην συνέχεια και ετρώγετο από τους ιθαγενείς ως ένδειξη απόλυτης υποταγής στον υπέρτατο Θεό Ναι.
Η ζωντανή μουσική από χιλιάδες κρουστά και κύμβαλα άρχισε να δονεί την πόλη ολόκληρη. Εκκωφαντικά δυνατή και συμπαντικά έντονη ξεκίνησε η παράσταση δρόμου. Οι ιθαγενείς της πόλης απολάμβαναν παράλληλα τα κρεατικά τους εδέσματα.
Πρώτος από το παράθυρο του συνοδηγού του θεατρικού οχήματος ξεπρόβαλε ο Τζόνι, ένας άντρας χωρίς πόδια. Πήδηξε από το παράθυρο και σαν σαλιγκάρι έρποντας γρήγορα πάνω στα χέρια του, πήγε να πάρει ένα κομμάτι κρέατος από τα χέρια ενός θεατή. Ένα ξαφνικό Αχ ακούστηκε από το λιγδιασμένα λαρύγγια των ιθαγενών, ενώ δυο νεαροί άντρες από την έκπληξη τους, έβγαλαν από το στόμα τους ως υγρό περιεχόμενο το φαγωθέν κρέας της καμένης μνήμης τους. Ο Τζόνι αμέσως έτρεξε να το γλύψει με πείνα τους καφεγκρίζους εμετούς.
Ανοίγοντας η πίσω πόρτα του Unimoc, ξεχύθηκε μεμιάς όλος ο υπόλοιπος θίασος μια πολύχρωμη αιθέρια πανδαισία ανθρώπων που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν άντρες ή γυναίκες, αφού οι γυναίκες είχαν γένια και τρίχες σε όλο τους το σώμα και οι άντρες βυζιά και κατακόκκινα σαρκώδη χείλη. Υπήρχαν επίσης εξαδάκτυλοι σαλτιμπάγκοι και ερμαφρόδιτοι θεατρίνοι. Μέσα από το Unimoc εκτοξεύονταν συνεχώς ανθρώπινα μέλη γεμάτα κόκκινο αίμα. Κανένα όμως από αυτά δεν θυσιάστηκε στον μεγάλο Βωμό. Κείτονταν στο κέντρο της πόλης δίχως μύθο, ενώ οι ιθαγενείς κάνοντας συνεχούς εμετούς και αποβολές άρχισαν να χορεύουν σαν δαιμονισμένοι ανάμεσα στα κομμένα ανθρώπινα πόδια, χέρια, δάκτυλα κεφάλια. Η μουσική ηχούσε παγανιστικά ηδονιστική. Ο θιασάρχης του Freak show, ένα ανδροειδές με μυτερά αυτιά, πολύ μικρή μύτη και τρία ποδάρια, ξεπρόβαλε τελευταίος από το συμπαντικό αυτό καραβάνι κρατώντας στο χέρι του μια ματωμένη προβιά γεμάτη από κομμάτια κρέατος. Την φόρεσε στο πράσινο κεφάλι του και τότε αφού είπε κάτι σε μια γλώσσα που κανείς δεν κατάλαβε από τους ιθαγενείς ποια γλώσσα ήταν ανατινάχθηκε εκτοξεύοντας και γεμίζοντας την πόλη δίχως ίχνος μύθου, με πολύχρωμες πανέμορφες δισεκατομμύρια μνήμες σωματικής, ατομικής και συλλογικής μνήμης. Απο τότε και μετά έπαψε να υφίσταται η πόλη αυτή. Εξαφανίστηκε εντελώς μαζί με τους ιθαγενείς της.
Στη μνήμη της γιορτάζεται μια φορά το χρόνο, τον μήνα Φεβρουάριο ή Μάρτιο ένα καρναβάλι.