tetartopress

Κείνο που με σώζει


Ζέστη και σήμερα αφόρητη. Ανεμιστήρες και ερκοντίσιον έχουν πάρει φωτιά. Άλλοι στις θάλασσες, άλλοι στα πάρκα ψάχνουν απεγνωσμένα για λίγη δροσιά.

Η καλύτερη εποχή για τη δουλειά του. Καραγκιοζοπαίχτης από παιδί. Μαθήτευσε δίπλα στον πατέρα του και την τέχνη αυτή που απαιτούσε ταλέντο, φαντασία, ικανότητα, χιούμορ και αγάπη τη λάτρεψε. Εκτός από τη δυνατότητα που του έδινε να ταξιδεύει οπότε ήθελε σε μέρη μαγικά, πλάθοντας τις πιο αστείες και ιδιαίτερες ιστορίες, τη μεγαλύτερη ικανοποίηση την έπαιρνε όταν άκουγε το γέλιο των παιδιών. Από οικονομικής απόψεως το είχε μετανιώσει πριν καν αρχίσει να το εξασκεί ως επάγγελμα. Μεγαλωμένος δίπλα σε πατέρα Καραγκιοζοπαίχτη είχε μάθει από πολύ νωρίς πως πέρα από τα προς το ζην, δεν είχε και πολλά να περιμένει. Τον είχε κερδίσει όμως ο κόσμος του πανιού και των σκιών.

Τούτη βέβαια την ώρα, που ο υδράργυρος σκαρφάλωνε απότομα στους 30 και εκείνος έπρεπε να στήσει τη σκηνή για το βραδάκι, έβρισκε άλλον έναν λόγο να μετανιώνει. Το πανί ήταν έτοιμο από το πρωί και οι φιγούρες του οι καλοζωγραφισμένες  επίσης. Αλλά αυτά τα αναθεματισμένα φώτα και ηχοσυστήματα βρήκαν τη μέρα να κάνουν τα τσαλίμια τους. Είχε χωθεί πίσω από το πανί, σκυμμένος πάνω από πρίζες με κατσαβίδια στο ένα χέρι ενώ το άλλο με ένα πανί, πάλευε να μαζέψει κάπως τον ιδρώτα. Αλίμονο αν δεν το έφτιαχνε. Τα πιτσιρίκια θα απογοητεύονταν και ίσως να το ξέχναγαν με λίγο παγωτό που θα τους έπαιρναν οι γονείς τους, αλλά η δική του η κυρά Ελένη στο σπίτι, δε θα εκτιμούσε ένα παγωτό αντί για μεροκάματο. Ήλπιζε πως θα τα καταφέρει χωρίς να χρειαστεί να φωνάξει τον ηλεκτρολόγο. Φυσούσε, ξεφυσούσε, πάλευε να αποφύγει την πρώτη βρισιά που τριβέλιζε εδώ και ώρα το μυαλό του. Ούτε τα τζιτζίκια δεν ακούγονται σήμερα σκεφτόταν.

Τότε την άκουσε. Γελούσε με την ψυχή της. Δεν μπορούσε να την δει, αλλά και μόνο ακούγοντάς την καταλάβαινε πως είχε σίγουρα ένα  πρόσωπο αγγελικό. Έμεινε ακίνητος να ακούσει καλύτερα. Κάτι είχε εκείνο το γέλιο που τον έκανε κι εκείνον να χαμογελάσει. Μέσα του, βαθιά. Η κοπέλα κάτι έλεγε σε κάποιον και γελούσε. Φαίνεται πως εκείνος ο άντρας που καθόταν και μιλούσε δίπλα της ήταν η πηγή αυτού του γέλιου. Δε χρειάστηκε να κρατήσει κι άλλο την ανάσα του για να τους ακούσει, γιατί οι ψίθυροι γίνονταν πιο έντονοι, πλησίαζαν και μετατρέπονταν σε αστεία, σε πειράγματα και λέξεις  χαράς. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε ένα ζευγάρι να κουβεντιάζει, αλλά αυτοί οι δύο είχαν κάτι το διαφορετικό. Να πει τι δεν ήξερε. Πρώτη φορά μετά τα τόσα χρόνια που παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από το πανί, πλέκοντάς του ιστορίες, ένιωθε εκείνος θεατής δύο σκιών, που γίνονταν μία. Με λαχτάρα και προσμονή, τρέφονταν η μία από την άλλη, στροβιλίζονταν η μια γύρω από την άλλη. Το γέλιο της σώπασε κάποια στιγμή κι εκείνος, που ξεχασμένος τους παρατηρούσε, πολύ λυπήθηκε. Δεν απομακρύνθηκαν. Εκεί ήταν, τους έβλεπε, απλώς μια σιωπή ένα σύννεφο ασαφές τους αγκάλιαζε.

Είχε κάτι αδιευκρίνιστο η αύρα τους. Μια ένταση παράξενη. « Μην το σκέφτεσαι, φύγε» την άκουσε να του λέει, με ένα πολύ προσεκτικά και διακριτικά  κρυμμένο παράπονο.  Μα ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να του κρυφτεί. «Κάθε φορά που φεύγω, αισθάνομαι ότι θέλω  ακόμα κάτι να σου πω. Κάτι που να είναι τόσο καλό, τόσο δυνατό κι ωραίο που να μη χρειαστεί ποτέ πια να στενοχωρηθείς, αλλά δεν μπορώ να το βρω», απάντησε ο άντρας κρατώντας της σφιχτά με όλη του την αγάπη τα χέρια.  Όταν κατάφερε να απομακρυνθεί η σκιά του είχε ματατραπεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήταν ένα λεπτό πριν πλάι της. Αργός, μακρόσυρτος βηματισμός και σκυμμένο κεφάλι σαν άνθρωπος που κουβαλά τα βάρη του κόσμου,  στη θέση μιας αγέρωχης και περήφανης κορμοστασιάς γεμάτη ζωντάνια.

Είχε χαθεί πια από τον ορίζοντά της κι εκείνη χαϊδεύοντας ένα δάκρυ στο μάγουλο ψέλλισε « Δεν θα το βρεις ποτέ, αφού πάντα φεύγεις. Πάντα λίγο πριν το τέλος». Και το κρυμμένο παράπονο έγινε έκρηξη στον ουρανό. Τινάχτηκε εκείνος, τον πέταξε πίσω το παράπονό της σαν ωστικό κύμα, πίσω από το πανί και πιο πίσω ακόμα. Και τότε, τα φώτα της σκηνής άναψαν με μιας. Η μελωδία και οι στίχοι του γνωστού τραγουδιού γέμισαν την ατμόσφαιρα «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη». Προσπάθησε, αν και μπλεγμένος με τα καλώδια, να βγει γρήγορα. Να της πει πως άθελά του τόση ώρα άκουγε, πως δεν είχε πρόθεση να κρυφακούσει. Πως απλώς τον είχε αιχμαλωτίσει κι εκείνον η ένταση των συναισθημάτων τους. Ένιωσε κιόλας μια παράξενη συμπόνια, μια οικειότητα πρωτόγνωρη για αυτά τα παιδιά. Γιατί παιδιά έβλεπε εκείνος παντού. Λυπημένα και χαρούμενα. Να τους αγγίξει, τρυφερά να τους χαϊδέψει και τους δυο ήθελε, σαν φίλος παλιός και έμπειρος, να τους κανακέψει, να τους διασκεδάσει με τις φιγούρες του, να μην αφήσει το παράπονο να πνίξει την αγάπη. Κι έτσι όπως είχε απομείνει εμβρόντητος, αποσβολωμένος, χαμένος, άκουσε πάλι το γέλιο της, αυθόρμητο και καθάριο. «Παίξε μου»  του φώναξε. «Παίξε μου». Και τότε θυμήθηκε ξαφνικά γιατί αγαπούσε αυτό το επάγγελμα. Γιατί παρά τις τόσες δυσκολίες κι εκείνος συνέχιζε κι εκείνος πάλευε. Γιατί ήταν η ταπεινή η τέχνη του χαρά, παρηγοριά γλυκιά για πονεμένες ψυχές και γιατί όλοι τελικά, όλοι είμαστε παιδιά. Κι όλα τα παιδιά μια ιστορία αποζητούν. Που να μοιάζει λίγο με την δική τους. Κι αν είναι δυνατόν να έχει ένα ωραίο τέλος. Γιατί περίσσεψε, ο πόνος, περίσσεψε η μοναξιά, περίσσεψαν οι απώλειες.

Έβγαλε τον Καραγκιόζη από την παράγκα του και η ιστορία ξεκίνησε.

* Η φωτογραφία είναι της Αθηνάς Παπαργύρη, από παράσταση καραγκιόζη του Χρήστου Καλπουζάνη.


 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής ΕΡΤ

Aνδρέας Κατερινόπουλος: «Τα Πουλιά Ανήκουν Στον Ουρανό»

Ένα νέο μουσικό έργο με γενικό τίτλο «Τα Πουλιά Ανήκουν Στον Ουρανό»,που ηχογραφήθηκε στο Studio B της ΕΡΑ υπό τη ...
Dog In Style:"Stress"

Dog In Style:”Stress”

Κυκλοφόρησε το νέο album των Dog In Style με τίτλο «Stress». Έχοντας δυο e.p. και τρία singles στο ενεργητικό τους, ...
Frenzee

Frenzee live στο An Club

Μια από τις πιο εκρηκτικές προτάσεις της εγχώριας punk rock σκηνής που βασίζεται στα 3 αδέλφια από την Κρήτη, επιστρέφει ...
Αλέξης Γούδας «Τσιγγανογραφία»

Αλέξης Γούδας «Τσιγγανογραφία»

Ήχοι από μπάντες του δρόμου στα Βαλκάνια και τις τσιγγάνικες γειτονιές, ethnic χρωματισμοί και αέρας μεσανατολίτικος. Ποιητικός λόγος, ιστορίες, φόρμες ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 4 Άρθρα

Η Αθηνά Παπαργύρη γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Διακοπτό Αιγιαλείας. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Πάτρα ως μάχιμη εκπαιδευτικός, μαθηματικός MSc στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση και υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο αγοριών. - [email protected]

Back to Top