Κορονοϊός, τοξικός ή αταξικός;
Ποιος θα το πίστευε ότι σε αυτόν τον καπιταλιστικό ορυμαγδό του εικοστού πρώτου αιώνα και των κοινωνικών ανισοτήτων θα παρουσιαζόταν μέσω μιας επιδημίας η ευκαιρία για κοινωνική δικαιοσύνη.
Και όμως, ο κορονοϊός, κατάφερε να εξισώσει πιστούς, άθεους, πλούσιους, μετανάστες, πρόσφυγες «αναξιοπαθούντες». Κατάργησε επιτυχημένα τα ταξικά πρόσημα αποδεικνύοντας την ισότητα των υποκειμένων και κατέρριψε τη θρησκευτική πρακτική της διασφάλισης της ανθρώπινης ζωής την οποία υπόσχεται η θεία κοινωνία.
Ο κορονοϊός, το ηθικοπλαστικό περιεχόμενό του, συστήνεται μέσα απ’ τον άτυπο και στεγανό διαχωρισμό που κάθε μισαλλόδοξη κοινωνία εκτρέφει. Η κατά φαντασίαν «καθαρότητα» ενός έθνους, μίας κάστας ή μίας φυλής, που θέτει όρια ανάμεσα σε εκείνη και το «βάρβαρο» άλλο εκπίπτει σαν μια καλή άμυνα του ανοσοποιητικού, αφού προηγουμένως η επίθεση που έχει δεχθεί δεν είχε κάνει διακρίσεις. Εν αρχή, το παράδειγμα με τα κλειστά σχολεία της «καλής κοινωνίας». Το παράδειγμα του Ψυχικού σε συνδυασμό με την ποταπή περιπτωσιολογία των επιδημιών που οι «πρόσφυγες μας φέρνουν» ήρε πολύ εύστοχα τις κοινωνικές αποκλίσεις και αντιθέσεις, ξεκινώντας μάλιστα έναν αντίστροφο και επιδέξιο κοινωνικό αποκλεισμό. Ο απόκληρος και ο κυνηγημένος απαλλάσσονται πανηγυρικά από τις ιταμές προσπάθειες μιας εύπορης ελίτ να τους συνδέσει με τη διασπορά μικροβίων. Ο «καημένος φτωχός» ανακουφίζεται από την επίρριψη ποταπών ευθυνών και δίνει τη θέση του σε εκείνη την τρυφηλή ελίτ η οποία διαθέτει την οικονομική άνεση να πραγματοποιεί ταξίδια στον κόσμο και να κουβαλά ανάμεσα στις κάρτες ποστάλ.
Επίσης, σε αυτή την ηχηρή αντιστροφή του κοινωνικού ιστού η εμφάνιση του κορονοϊού πετυχαίνει να ανατρέψει ακόμα μια παραδοσιακή αξία και σταθερά εναπόθεσης της ελπίδας και της πίστης. Σε αυτήν τη δριμεία επέλαση του ιού η Εκκλησία «νίπτει» αποδεδειγμένα «τας χείρας της» και δεν μπορεί να σε (προ)φυλάξει. Εκείνη η ανεξήγητη άμορφη, άχρονη, ανώτερη ουσία η οποία πάντα υπερίσχυε του αδύναμου και υποδεέστερου όντος, χάνει την οποία λάμψη της και απομένει -πια- μόνο στη σκηνή το ανθρώπινο. Το μυστήριο της θείας κοινωνίας, η ιερή ουσία που δυναμώνει τον πιστό και τον προστατεύει, εκπίπτει εκκωφαντικά, αυξάνοντας την επικινδυνότητα του ιού σε περιπτώσεις που κάποιος παρακούσει τις ιατρικές συμβουλές και μεταλάβει σώμα και αίμα Χριστού. Η άφθαρτη και άτρωτη ουσιοκρατία του θείου συγκρούεται με την τρωτή ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αφού ξεκάθαρα πια ο Υιός του Θεού αναμετράται με τον ιό του ανθρώπου. Το θεοκρατικό θέσφατο ραγίζει υπό το έλλογο βάρος μιας σωματικής και οντολογικής απειλής που δεν γιατρεύεται ούτε με μετάληψη, ούτε με νηστεία, ούτε με προσευχή. Και το βαθύ, θρησκευτικό συναίσθημα του πιστού, το οποίο επιμένει με ακόμη πιο βαθιά μισανθρωπιά να κατηγορεί τους πρόσφυγες για την επώαση όλων ασθενειών του κόσμου, άδοξα παρακμάζει.
Παρ‘ όλη την εξεγερτική αταξικότητα της νόσου η ανθρώπινη απώλεια θα εμφορείται πάντα από ταξικά χαρακτηριστικά. Σε κάθε τέλος αυτοί οι οποίοι λιγοστεύουν δεν είναι άλλοι από εμάς τους διασωληνωμένους στη μονάδα εντατικής ήττας φτωχούς, που θα συνεχίζουμε να επωμιζόμαστε το όποιο κόστος.