Κράτα με

– Κράτα με, μη με αφήσεις, μη με αφήσεις, φώναζε με αγωνία η μικρή.
– Δε θα σε αφήσω, μη φοβάσαι, την καθησύχαζα προσπαθώντας να μην προδοθώ.
Γιατί θα την άφηνα, είχα πάρει την απόφασή μου. Δεν ήταν εύκολη, πολλές φορές το είχα αναβάλλει. Αλλά έπρεπε να το κάνω, και μάλιστα έπρεπε να πετύχει με την πρώτη. Αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για μένα. Μου έριχνε λοξές ματιές επιβεβαίωσης, φαίνεται πως δεν είχε καταλάβει τίποτα. Η καημένη, με πίστευε, ακόμα και σε μια τόσο δύσκολη θέση, ενώ ήταν αβέβαιη για όλα. Μαζί μου ακροβατούσε, και το ήξερε. Ξεκίνησα να χαλαρώνω τη λαβή μου ενώ την άκουγα σαν σε όνειρο:
– Μη με αφήνεις, μη με αφήνεις!
Για την ακρίβεια, πιστεύω πως μέσα της το ήθελε. Θα ήταν, ίσως, μια λύτρωση σε αυτή την αγωνία. Με αυτή τη σκέψη, μου ήταν και πιο εύκολο.
– Εδώ είμαι κοριτσάκι μου. Δε θα σε αφήσω ποτέ, έλεγα.
Δε την κρατούσα πια. Την έβλεπα να μικραίνει ενώ έμενα πίσω. «Δε θα σε αφήσω ποτέ» ψιθύρισα καθώς απομακρυνόταν. Έμεινα ακίνητος, την κοίταζα κι έκλαιγα.
Η κόρη μου είχε μάθει να ποδηλατεί.