Κυριάκος Συφιλτζόγλου «Σπίτι Παιδιού» – Τραγούδι εξιτήριο στο ξέφωτο του χρόνου

Κάποτε μπορεί να πεθυμήσεις να δεις τις ισιάδες της Μακεδονίας, να αναπνεύσεις τα χρώματα των χωραφιών και τα μαλλιά της Περσεφόνης, τους καπνούς απ’ τις φωτιές που σταματημένοι χαρταετοί κουρνιάζουν στον παγωμένο αέρα, αυτόν που αιώνες τώρα έχει καμπυλώσει τα βουνά και τους λόφους, μπορεί εκεί στην αλλόκοτη σχεδόν για εμάς τους νότιους γη – που τον βορρά τον αναπνέουμε μόνο από τον κρύο αέρα του που φτάνει ως εμάς εδώ κάτω φουσκώνοντας τα πανιά των ξερών μας βράχων να μας σπρώξει στο νότο ακόμα πιο μακριά να πάμε – μπορεί να λαχταρήσουμε το πλούσιο χώμα της που κρύβει αρχέγονους μύθους και σκοτεινά υπόγεια ποτάμια και αίμα και γλώσσες τόσες και μιλήματα που στροβιλίστηκαν, μετέωρα άγρια, που γεννοβόλησαν και που ακόμα γεννοβολάνε ιστορίες… μπορεί όλα αυτά… μπορεί κι άλλα τόσα, μα να που ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου μας πηγαίνει την ανέλπιστη ετούτη εκδρομή με το μικρό του βιβλιαράκι, το «Σπίτι Παιδιού».
Μα λέω ψέματα και μαζί αλήθεια νομίζω. Στο «Σπίτι Παιδιού» ο Συφιλτζόγλου δεν μας περιγράφει τίποτα σχεδόν από τα παραπάνω. Και πάλι πως γίνεται να τα βλέπεις; Πως γίνεται που ενώ το βιβλίο είναι μια λιτανεία ψυχών, μια νεκρική πομπή που ξεμακραίνει από τον τόπο της γης του Συφιλτζόγλου και τραβάει να βγει στο ξέφωτο του χρόνου, εκεί που την περιμένει ή την βλέπει ο συγγραφέας και τη μνημειώνει, εσύ να έχεις στέρεη μέσα σου την αίσθηση πως αντικρίζεις της Μακεδονίας την απόκοσμη άλλη όψη, αυτή που για όσους έχουν περάσει έστω μια φορά από εκείνα τα μέρη… ίσως να μπορούν να καταλάβουν κάπως καλύτερα.
Εν αρχή λοιπόν είναι ο Χώρος: το «Σπίτι Παιδιού». Και αμέσως ο συγγραφέας τοποθετεί γύρω γύρω σήματα, δεν αφήνει τη ζωή και τον χρόνο να γλιστρήσουν ξέπλεκους, θα μας μιλήσει για τη ζωή ως τελετή ή για την ιεροτελεστία της. Και για να κάνει κανείς κάτι τέτοιο χρειάζεται ένα τυπικό, χρειάζεται να βρει την κατάλληλη γλώσσα, να πιάσει τον ρυθμό, κι εδώ ο Συφιλτζόγλου πέτυχε διάνα: θα αρπάξει ένα παιδικό βλέμμα θα το αφήσει να μιλήσει και ιδού έχει κερδίσει το μισό στοίχημα. Γιατί καθώς ο ύμνος θέλει τα δοξαστικά του λόγια, το θαύμα τον ύμνο του και ο ψαλμωδός πρέπει να πιάσει τον ρυθμό του, ο θάνατος θέλει τη γύμνια του λόγου, θέλει τη θαρραλέα σιωπή, θέλει τη λιτή γλώσσα που θα μας εξομολογηθεί το μέγα του μυστήριο μα δεν θα μας συντρίψει. Και σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τον στίχο του Θανάση Παπακωνσταντίνου «κι αν θέλεις περισσότερα ρώτα τους πεθαμένους, με λίγα λόγια και καλά, τα Ψυχοσάββατα» και χωρίς πολλά πολλά να αφήσουμε τις εικόνες που μας έχει δώσει ο Συφιλτζόγλου να κάνουν τη δουλειά τους. Μα μένει και το άλλο μισό του στοιχήματος.
Το «Σπίτι Παιδιού» εκ πρώτης όψεως φαίνεται ένα απλό κείμενο. Ένα παιδί που διηγείται με τον ιδιαίτερο του τρόπο μικρά περιστατικά μιας ζωής που τώρα πια μοιάζει απόμακρη: νοσταλγία θα μπορούσε να πει κάποιος, ή κάπως πιο θεωρητικά θα μπορούσαμε και να πούμε για τη δυσκολία που έχει κάποιος που είναι κατά βάθος ποιητής να γράψει μυθοπλασία με πλοκή κι έτσι καταφεύγει πάντα στη ζωή και στα υλικά της, να τα στύψει για να βγάλει τον χυμό τους. Τι να τις κάνουμε τώρα τις ψευτιές περίεργων ιστοριών με σασπένς κι αδιαφορία όταν ο πραγματικός τρελός του χωριού, ο Αποστολάκης, είναι μια μνήμη τέτοια που αν την κοιτάξεις από τη μια της όψη αναδίνει τέτοια σαγηνευτική μοσχοβολιά παρόλη τη βρόμα του; Τι να την κάνεις την ευφάνταστη πλοκή όταν το παιδί καλεί σε ένα ιδιότυπο προσκλητήριο νεκρών με το γουόκι τόκι; Ο μυθοπλόκος θα ανακατέψει την πραγματικότητα για να εμφανίσει κάτι που να του μοιάζει με νόημα. Ο κατά βάθος ποιητής θα την κρατήσει στα χέρια του ατόφια, ίσως την ξεθαμπώσει λίγο με το χνώτο του, ίσα για να την κάνει να γυαλίσει και να εμφανιστεί σ’ όλη της τη δόξα. Ο ένας σκαρφίζεται, ο άλλος ξεδιαλέγει. Και ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου έχει τη ματιά του ποιητή που συλλέγει και διασώζει πέτρες, κτερίσματα και εικόνες, όπως κάνει και το μικρό παιδί, ο ήρωας και αφηγητής του βιβλίου.
Το «Σπίτι Παιδιού» λοιπόν φαίνεται απλό κείμενο, μα σε ξεγελάει. Γιατί δεν είναι. Γιατί πως μπορεί κάποιος να γράψει ένα βιβλίο που σελίδα τη σελίδα να περιδιαβαίνει μνήματα και ν’ ανάβουν τα λιβάνια κι οι πέτρες να αθωώνονται για το ανοιχτό μάτι του πεθαμένου και παρόλα αυτά να αποφεύγεις το μακάβριο, να μη μαυρίζει ο ουρανός, να μη μαυρίζει η ψυχή αλλά σα θαύμα περίεργο να σε παίρνει παραμάζωμα σχεδόν ακριβώς εκείνη η ανατριχιαστική μυστηριακή λάμψη που φωτίζουν τα λόγια της παραλογής:
“Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!”
Δεν τα σηκώνει η εποχή μας κάτι τέτοια που τη ζορίζουν, μα εδώ ακριβώς έγκειται η δικαίωση του συγγραφέα: το παιδί πρωταγωνιστής δεν ασχολείται με την οδύνη παρά μόνο στο βαθμό που αποτελεί μέρος μιας τελετής κι έτσι ξεγλυστράει απ’ την παγίδα ο Συφιλτζόγλου. Ποια παγίδα; Από αυτή, ας πούμε, την δικτατορία της ευτυχίας που αρνείται ότι της μοιάζει ζοφερό και κάνει πως δεν υπάρχει. Μα το παιδί στο «Σπίτι Παιδιού», πιο ζωντανό κι από τους ζωντανούς, βρίσκεται πιο κοντά στον κόσμο των πεθαμένων. Η οδύνη, το κλάμα, το πένθος είναι απλώς σαν τα εξαπτέρυγα που σηκώνει στις πομπές, μέρος ενός θεατρικού τελετουργικού, το παιδί δεν καταλαβαίνει ακόμα τον θάνατο, δεν τον φοβάται, δεν συμμετέχει σε κανένα πένθος. Μοιάζει ο συγγραφέας σα να θέλει να πιάσει την ανάσα του κενού, το ρίγος του σκοταδιού, το μεγαλείο της εντροπίας που συντροφεύει τον οργασμό της ζωής, βλέπει τα ανοιχτά παραθύρια των ερημωμένων σπιτιών που ανασαίνουν τις ώρες (όπως έλεγε ο Καρυωτάκης) τα κτίριά του, είναι κατοικίες ενός ζωντανού κενού, τα σώματα είναι σπίτια που κάποτε μένουν κενά, τα νεκροταφεία πόλεις που κατοικούν τα όνειρα των πεθαμένων.
Άρα λοιπόν εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιαίτερο κείμενο. Να διακινδυνεύσω πως θα μπορούσε κάποιος να το εντάξει σ’ εκείνη την ανύπαρκτη κατηγορία της σύγχρονης λογοτεχνίας που έχει πλύνει το μελάνι της στις παραλογές, αυτό το ιδιότυπο ελληνικό γκόθικ ανάμεσα στ’ άλλα, και που καταλήγει ως αφήγηση ενός παιδιού που ανοίγει μια χαραμάδα για να κρυφοκοιτάξουμε εμείς οι αναγνώστες από την ασφάλεια της ζωής του χρόνου το μεγαλειώδες έργο; Σίγουρα πάντως είναι μια ιστορία που ξεπηδάει από την ίδια πηγή που ανάβλυσε και η Αγέλαστος Πέτρα του Φίλιππου Κουτσαφτή. Όχι γιατί κάποιος θα μπορούσε να παραστήσει πως λύνει εκείνες τις άχαρες ασκήσεις που κάνουμε στο σχολείο «βρείτε τις ομοιότητες και τις διαφορές» αλλά γιατί το ήθος εκείνης της ταινίας, ο τρόπος που έβλεπε και έλεγε και έγραφε, αυτός ο θαυμαστός τρόπος που σε πηγαίνει κατευθείαν με φόρα στον πυρήνα του πράγματος προσπερνώντας τα επουσιώδη είναι που με γοήτευσε προσωπικά και στο «Σπίτι Παιδιού» του Συφιλτζόγλου.
Το «Σπίτι Παιδιού» πιθανότατα δεν θα συναρπάσει τον αναγνώστη. Δεν είναι από τα βιβλία που ζητούν κάτι τέτοιο άλλωστε. Θα εκραγεί όμως μέσα του βραδυφλεγώς με σιγουριά αλάθευτη. Θα τον αποκοιμίσει αρχικά ότι να, εδώ, κάποιες εικόνες βλέπουμε μιας παλιάς Ελλάδας, σκηνές του χωριού, παιδικές μνήμες και τα λοιπά. Ναι είναι όλα αυτά. Μα είναι και κάτι περισσότερο. Κάτι αλλόκοτο και λυρικό, κάτι ενστικτώδες και αρχέγονο, κτέρισμα ταφικό και μνήμη επιτύμβια, σοδειά που μάζεψε ο συγγραφέας φτάνοντας στα όρια αυτού που ονομάζουμε πολιτισμό, στο σύνορο του κόσμου των ζωντανών και πεθαμένων. Κι αυτό μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να το πει. Και το είπε.
Το Σπίτι Παιδιού κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αντίποδες.
——-
* Οι φωτογραφίες είναι από την παρουσίαση του βιβλίου η οποία έγινε στο βιβλιοπωλείο Anima Libri τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020. Για το βιβλίο μίλησαν η Μαρία Ψάχου, ο Λεωνίδας Πανόπουλος και ο συγγραφέας Κυριάκος Συφιλτζόγλου.