«Λυκόφως» του Γκιόργκι Φεχέρ – Ένα ξεχασμένο αριστούργημα υπαρξιακού τρόμου

“Λυκόφως” (“Szürkület” / “Twilight”).
Σκηνοθεσία Γκιόργκι Φεχέρ.
Πρωταγωνιστούν Πέτερ Χάουμαν, Γιάνος Ντέρζι.
Ουγγαρία, 1990.
(Διαθέσιμη στο cinobo).
“Κύριε… αυτό που προσπαθείτε… είναι αδύνατον… αλλά αν θέλετε να κυνηγήσετε έναν δολοφόνο… δεν θα τον βρείτε ποτέ… γιατί αυτό το είδος δολοφόνου δεν σκοτώνει από παρόρμηση… υπάρχουν πάρα πολλοί… οπότε η κατάσταση είναι πολύ ανησυχητική…”. Ο πολύπειρος εγκληματολόγος μιλά αργά, με παύσεις, σαν ανακοινώνοντας το τέλος ενός γνωστού κόσμου στον μεθοδικό αλλά με έντονα ξεσπάσματα θυμού Επιθεωρητή που διερευνά τον φρικτό θάνατο δύο μικρών κοριτσιών, στην τελευταία του αποστολή πριν τη συνταξιοδότηση. Πολλοί υποψήφιοι δράστες, φόνοι που δεν γίνονται από παρόρμηση παρά ψυχρά, υπολογισμένα, ηδονικά: άραγε, το κακό έχει αυθύπαρκτη υπόσταση και είναι ανερμήνευτο κι ανεπίλυτο ή οι ρίζες του βρίσκονται στις κοινωνίες μας που “προετοιμάζουν το έγκλημα που διαπράττει ο εγκληματίας” (Β.Ουγκώ) και μπορεί να ερμηνευθεί αλλά έχουν εξαπλωθεί τόσο βαθιά που πλέον εκλαμβάνεται ως φυσική κατάσταση και θεωρείται ανεπίλυτο; Ή, το ερμηνεύουμε στερεοτυπικά και δεν το κατανοούμε, το ξορκίζουμε μονάχα αντί να αναζητούμε με ειλικρίνεια τα αίτια;
Μια παντοτινή ομίχλη έχει τυλίξει αυτό το απομονωμένο, φυλετικά ομοιογενές χωριό (που υποδηλώνεται ότι ανήκει στην Ουγγαρία, εξυπηρετώντας την οικουμενικότητα αυτής της φρικτής ιστορίας), θαμπώνοντας τις διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα σε μια άμορφη μάζα παγωμένων βλεμμάτων. Μια λεπτή κλωστή θαρρείς ότι συγκρατεί τους κατοίκους από την παράδοση στην υπαρξιακή απελπισία, θα ‘λεγες ότι φτάνει στα αυτιά τους μονάχα ένας απόηχος της υπόσχεσης που δίνεται ακριβώς μπροστά τους για την ανακάλυψη του δολοφόνου, καταφεύγουν στο “μαζί” του όχλου απαιτώντας την καταδίκη ενός άντρα από άλλη περιοχή που βαρύνεται με υποψίες. Η ομίχλη διεισδύει στα φτωχικά σπίτια και τα φθαρμένα δημόσια κτίρια, εισχωρεί αμείλικτα ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στους ανθρώπους και τούς εαυτούς τους. “Ο ορθολογικός μας νους μπορεί να ρίξει μόνο ένα ασθενικό φως στον κόσμο. Στο λυκόφως των συνόρων του ζουν τα φαντάσματα του παράδοξου”, στοχάζεται ο Επιθεωρητής παρατηρώντας τον χαλασμένο υαλοκαθαριστήρα στην καταρρακτώδη βροχή, σύμβολο τού απορρυθμισμένου ψυχισμού του από τις άκαρπες έρευνες. Έχουμε επίγνωση του περιορισμένου της άμεσης αντίληψής μας, της αδυναμίας να συλλάβουμε ολόκληρη την πραγματικότητα, της διαμόρφωσής μας από το κοινωνικο-πολιτικο-ιστορικό περιβάλλον μας; Τι παρατηρούμε και τι αφήνουμε εκτός του οπτικού πεδίου, πως έχουμε τόσες βεβαιότητες σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν παύει να αλλάζει, καθιστώντας παρωχημένες τις δεδομένες ερμηνείες; Άραγε, ποιας ιστορικής εποχής είναι παιδί ο Επιθεωρητής που ούτε αυτή εξύψωσε το πνεύμα πάνω από τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής; (γυρισμένη τη χρονιά της απόσυρσης των Σοβιετικών στρατευμάτων από την Ουγγαρία και της πραγματοποίησης των πρώτων κοινοβουλευτικών εκλογών, η ταινία δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο).
Κάποιες φορές, η βουβή απελπισία σπάει από τον μητρικό σπαραγμό για τα αδικοχαμένα κορίτσια και τις κραυγές των γυναικών που προσπαθούν να αποφύγουν τον βιασμό από τούς συζύγους τους, πριν καταβληθούν από την υπέρτερη αντρική σωματική δύναμη. Πατριαρχική δομή, δίκαιο του ισχυρού, ανεξιχνίαστος/-οι δολοφόνος/-οι, διαρκής απειλή και παράλυση από τον φόβο, αδιόρατη υπαρξιακή και κοινωνική αποσύνθεση: τα πρώτα αθώα θύματα είναι παιδιά, ιδιαίτερα μικρά κορίτσια. Κι όμως, άφοβα συναντιούνταν σε απόμερες περιοχές με τον δολοφόνο τους, τον άγνωστο άντρα που οι συμμαθήτριές τους αποκαλούν ως “ο Γίγαντας”- κι όμως, απαντούν ότι θέλουν κι αυτές να τον συναντήσουν, θαρρείς επιθυμώντας να βιώσουν ένα από εκείνα τα τρομακτικά παραμύθια που εξοικειώνουν την παιδική ψυχοσύνθεση με τους φόβους της (και την εκπαιδεύουν στην τρομακτική πραγματικότητα του ενήλικου κόσμου), πάντα πιστεύοντας ότι τα παραμύθια δεν έχουν κακό τέλος. Η κάμερα προσκολλάται στα πρόσωπα των κοριτσιών ενόσω δέχονται ερωτήσεις από έναν άντρα που δεν βλέπουμε το πρόσωπό του- μαγνητισμένα, υπνωτισμένα καθώς τους προσφέρει γλυκά και τα αγγίζει με αισθησιασμό: αλήθεια, ποιος είναι, ο μυθικός για τα κορίτσια “Γίγαντας”, ένας επίδοξος “Γίγαντας”, ένας που συμπεριφέρεται παρόμοια επιχειρώντας να ανακαλύψει στοιχεία για τη δράση του δολοφόνου; Τα παιδικά μάτια πάντα κοιτάζουν μέσα στα μάτια των ενηλίκων- αν, όμως, εκείνοι συσκοτίζουν τα κίνητρά τους με συμπεριφορά που θυμίζει γνώριμες, καθημερινές μορφές οικειότητας, αν η σημασία του σκοπού αγιάζει τα μέσα στο όνομα της διαλεύκανσης ενός κοινωνικού προβλήματος, αν το μόνιμο σύθαμπο στο χωριό αντανακλά το υπαρξιακό και κοινωνικό αδιέξοδο όπου έχει θολώσει πια η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, αν η συνειδητή, σκόπιμη υπόδυση ενός ρόλου- ή η ασυνείδητη καθημερινή υπόδυση ενός άλλου εαυτού- φέρνει στο φως έναν απωθημένο εαυτό- ή παύει να κατευνάζει έναν καταπιεσμένο εαυτό- κατακλύζοντας μια ενήλικη συνείδηση με δίψα για κακοποιητικές επιθυμίες, ακόμα και τις πιο ακραίες, χωρίς ηθικούς φραγμούς κι εσωτερικές αναστολές πια;
Γκρο πλάνα μεγάλης διάρκειας όπου σταματά ο χρόνος, από τα πιο καθηλωτικά πλάνα σε βλέμματα που έχουμε δει στο σινεμά- δεν χάνουμε την αίσθηση του χρόνου όταν παρατηρούμε πρόσωπα, όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε τούς εσωτερικούς τους κόσμους;- μονοπλάνα, μακρόσυρτα πλάνα με πολύ αργή κίνηση της κάμερας- πως αλλιώς να βαδίσουμε σ’έναν άγνωστο γνωστό μας κόσμο όπου ελλοχεύουν θανάσιμοι κίνδυνοι; Η κάμερα πότε ακολουθεί τον Επιθεωρητή στις έρευνές του ή όταν παρακολουθεί διακριτικά όσους διερευνούν ξεχωριστά τις δολοφονίες- καχύποπτα ή σαγηνεμένος από τούς αυτοσχεδιασμούς τους;- και πότε ξεμακραίνει για να περιπλανηθεί, θαρρείς αναζητώντας στοιχεία που θα αναταράξουν το βάλτωμα. Εικόνες μόνο με μέλη του σώματος σαν να κινούνται ανεξάρτητα από τον έλεγχο του εγκεφάλου πια, σαν το σώμα να έχει αποσπαστεί από την επίγνωση του εαυτού, λήψεις με την κάμερα κολλημένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού χωρίς το πρόσωπο να γίνεται ορατό γεννώντας ερωτηματικά για την ταυτότητα κι αμφιβολίες για την ηθική του, λήψεις με την κάμερα να οπισθοχωρεί αποκαλύπτοντας έναν άνθρωπο που πιθανώς ήταν εκεί παρακολουθώντας εμάς που παρακολουθούμε, κυκλικές κινήσεις της τόσο ανεπαίσθητες που αισθανόμαστε ότι είναι τα δέντρα που κινούνται προς στην εικόνα, λήψεις από ψηλά του μεγάλου δάσους που καθιστούν μικροσκοπικές τις ανθρώπινες διαστάσεις, αποκαθιστώντας τες μέσα στη φύση. Πόσος χρόνος πέρασε κάθε φορά, ποιες συναισθηματικές αλλαγές συντελέστηκαν, ποιοι κύκλοι έκλεισαν και ξανάνοιξαν, πότε οι νέοι πρωταγωνιστές αντικατέστησαν τους προηγούμενους στη διαρκή επανάληψη της γνωστής αρχέγονης τραγωδίας που αρνούμαστε να κατανοήσουμε το νόημά της;
Απόκοσμη ατμόσφαιρα διφορούμενου που ενισχύεται από τις πενιχρές πληροφορίες της θραυσματικής αφήγησης μιας ελλειπτικής, υποτυπώδους, αδιαπέραστης νοηματικά πλοκής (ορισμένες φορές, ωστόσο, έχουμε την αίσθηση ότι το διφορούμενο επιδιώκεται σαν αυτοσκοπός), υπνωτιστικοί, πένθιμοι ρυθμοί στις θαμπές ασπρόμαυρες εικόνες, αίσθηση απειλής που καραδοκεί, αγωνιώδεις σιωπές που σπάνε από τη μουσική πότε θρηνητική και πότε αιθέρια, αυτή η υποβλητική (δεν θα δούμε το πρόσωπο της φρίκης), σκοτεινά μαγευτική, τελετουργικά σκηνοθετημένη ταινία που βασίστηκε σε διήγημα του Φρ. Ντύρενματ, δημιουργεί υπαρξιακό σασπένς με αφορμή το προσχηματικό σασπένς της αναζήτησης του δολοφόνου, βυθίζοντάς μας στην αβεβαιότητα, ολοένα σε έναν καθηλωτικό εφιάλτη. Μια μοναδική εμπειρία!