Μάτι: Μία αδιάβαστη ιστορία ένα χρόνο μετά
Ένας χρόνος μετά την τραγωδία στο Μάτι, τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο σήμερα. Για κανέναν, για καμιά.
Η ζωή όπως συνεχίζεται στον αέναο κύκλο της επανάληψης θα αφήνει το μαύρο αποτύπωμα στις ψυχές. Όχι της καπνιάς των καμμένων και της καταστροφής, αλλά των ψυχών των ανθρώπων που χάσαμε και θα μας στοιχειώνει στον αιώνα των αιώνων.
Ένας χρόνος και ίσως είναι αναγκαίο να μείνουμε με ανοιχτές τις πληγές τις μνήμες και τις εκατόν δύο απουσίες την ώρα που η κραυγή τους χάσκει άφωνη στο δικό μας άπειρο κενό.
Ένας χρόνος μετά και ένα μάτσο κραυγές εκεί που ο χρόνος σταμάτησε ανοίγοντας νέους λογαριασμούς με την καπνισμένη μαύρη τρύπα στο μικρό σύμπαν του Ματιού. Ένας χρόνος μετά και εκατόν δύο ψυχές αχώριστες σε μια αγκαλιά ψιθυρίζουν εσείς εκεί και εμείς εδώ…
Ένα μάτσο δήθεν που μας προσβάλουν όλους, νεκρούς και ζωντανούς.
Ένα μάτσο δήθεν που θα μπουν στη ζυγαριά της οικονομικής αποκατάστασης των πληγέντων λες και τους κάνουν χάρη. Ένα μάτσο δήθεν που προσδοκά να εξαγοράσει σιωπή και πόνο, όπως σε επανάληψή έκαναν οι προηγούμενοι και θα κάνουν οι επόμενοι.
Ένα μάτσο δήθεν που δίνει άφθονο χώρο να εμφανιστούν στις κάμερες οι χρυσαυγίτες βουλευτές της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης ως οι επόμενοι σωτήρες.
Αμείλικτα και διαχρονικά αναπάντητα γιατί, όπως όλα αυτά τα γιατί των πνιγμένων της Μάνδρας, της προηγούμενης και της επόμενης πυρκαγιάς που θα χαθούν ανθρώπινες ζωές και οι επόμενοι υπεύθυνοι όπως σημερινοί και προηγούμενοι, ανεύθυνα θα κρύβονται πίσω από το δάχτυλο, βλέποντας μόνο το δέντρο, αφού δάσος δεν θα υπάρχει.
Τα είδα αυτά τα γαμημένα γιατί στα μάτια όσων σέρνονταν αποσβολωμένοι μέσα στα αποκαΐδια των στενών στο Μάτι.
Μία αδιάβαστη ιστορία
– Είχαμε σωθεί Γιώργο. Δεν το πιστεύαμε.
Άυπνοι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το πρωί προς το σπίτι. Ο Μάκης κάθισε στις στάχτες κατάχαμα στη γη. Πήρα τη Νόρα στην αγκαλιά μου και κάθισα σε ένα μεγάλο κούτσουρο.
– Πρόσεχε μη καείς. Τα κούτσουρα καίνε ακόμα από μέσα. Πρόσεχε που ακουμπάει το παιδί μου, είπε ο Μάκης.
Πέρασε ένα τζιπ του στρατού. Σταμάτησε και μας πλησίασαν δυο στρατιώτες που κατέβηκαν από πίσω και μας έφεραν τρία μπουκάλια νερό. Ακούστηκε μια φωνή μέσα από το τζιπ: Δεν είστε ασφαλείς εδώ.
Σηκώθηκε ο Μάκης να συνεννοηθεί να μας πάρουν προς τα κάτω, η ιδέα να δούμε σε τι κατάσταση ήταν το σπίτι δεν ήταν καλή τελικά.
Η Νόρα έκλαιγε μουτζουρωμένη, ήθελε να βρει το γάτο μας.
– Να μας πάνε πάνω να ψάξουμε τον Μάρκο μας, είπε.
– Θα δεις, μας περιμένει.
Ο Μάκης γύρισε μας σήκωσε και μπήκαμε στο τζιπ.
Ο οδηγός του έκανε όπισθεν αλλά παρέμεινε κάθετα στο δρόμο.
Κοίταζα το μέρος που καθόμασταν με βλέμμα στο πουθενά καρφωμένο.
Ο ένας στρατιώτης πήγε μπροστά και συνομιλούσε με τον συνοδηγό.
Ο Μάκης εκνευρισμένος ξέροντας ότι θα πάθω κρίση πανικού από την κλειστοφοβική κλούβα του τζιπ, κατέβηκε να ζητήσει το λόγο που σταματήσαμε.
– Ξέρετε, κύριε, υπάρχουν δυο καμμένοι κολλημένοι. Ειδοποιήσαμε και πρέπει να περιμένουμε να δείξουμε το σημείο για να τους μαζέψουν.
– Πού; ρωτάει ο Μάκης.
– Εκεί που σας βρήκαμε. Εκεί που κάθονταν η κυρία με το παιδάκι.
– Εκεί Γιώργο, κάηκαν δυο άνθρωποι αγκαλιασμένοι και εγώ μάλλον κάθισα πάνω τους να πάρω μια ανάσα, αγκαλιάζοντας τη Νόρα.
Μπορεί και να τους ήξερα.