«Μαύρη βροχή» του Σοχέι Ιμαμούρα: Οι ζωντανοί νεκροί που επέζησαν από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα
«Μαύρη βροχή» (Kuroi ame)
Σκηνοθεσία: Σοχέι Ιμαμούρα
Πρωταγωνιστούν: Καζούο Κιταμούρα, Ετσούκο Ιτσιχάρα, Γιοσίκο Ίνα
Ιαπωνία, 1989
Στη Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου του 1945, τα ρολόγια σταμάτησαν το μέτρημα του χρόνου στις 8:15 το πρωί. Για όσους επέζησαν εκείνη την ημέρα, τα ρολόγια στα σπίτια τους εξακολουθούσαν να δείχνουν την ίδια ώρα, 8:15, θαρρείς για πάντα πια. Ο χρόνος περνούσε μεν αλλά δεν έφερνε πια χαρές από γάμους και γεννήσεις, δεν συσσώρευε νέες αναμνήσεις παρά μόνο φαινόταν σαν ακινητοποιημένος, σε μιαν αναμονή του ξεσπάσματος της θανατηφόρου ασθένειας που είχε διεισδύσει μέσα τους. Σαν μια εκκρεμότητα που παρατεινόταν, μέχρι εκείνη τη στιγμή όπου τελικά η ραδιενέργεια που κατέτρωγε τα σωθικά τους, εξαπλωνόταν ραγδαία, σχεδόν κεραυνοβολώντας τους. Άραγε, ποιο μπορεί να ήταν λιγότερο οδυνηρό: να είχαν χαθεί κι οι ίδιοι εκείνη την τραγική ημέρα ή οι μέρες ζωής που είχαν κερδίσει, γεμάτες όμως με τόσο πόνο, τόσο οδυνηρή μνήμη και τόση απομόνωση;
Αυτοί οι ζωντανοί νεκροί μετά την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945, ζούσαν πια στις δικές τους κοινότητες, απομονωμένοι και στιγματισμένοι από όλους τους άλλους Ιάπωνες. Ένας υγειονομικός ρατσισμός, όπου ο εχθρός αναγνωριζόταν πια, μετά το τέλος του πολέμου, στα πρόσωπα των μολυσμένων συμπατριωτών τους, που παρατηρώντας τα, οι υγιείς Ιάπωνες δεν μπορούσαν να ξεχάσουν το τραύμα της βαριάς ήττας του πολέμου. Η χώρα έπρεπε να ξεχάσει για να οικοδομήσει το μεταπολεμικό οικονομικό της θαύμα. Σαν ένας σύγχρονος Καιάδας, όπου δεν χρειαζόταν να σκοτώσουν αυτούς τους μολυσμένους για πάντα πια επιζήσαντες παρά μόνο να τους αποκλείσουν κοινωνικά. Μια ιαπωνική παραλλαγή της ευγονικής. Και οι ζωντανοί νεκροί, δεν οργίζονταν γι’ αυτόν τον αποκλεισμό τους παρά μονάχα αγωνιούσαν να γίνουν αποδεκτοί, με πλαστά ιατρικά έγγραφα που βεβαίωναν την καλή κατάσταση της υγείας των γυναικών τους, σαν πιστοποιητικά ότι ήταν άξιες για γάμο και τεκνοποίηση, για την διαιώνιση του παραδοσιακού τρόπου ζωής που θα αποδείκνυε τη διαχρονική ισχύ του έναντι κάθε συγκυριακής ήττας. Όμως, οι άντρες από τις άλλες περιοχές δεν πείθονταν. Δεν είχε να κάνει μόνο με τις υποψίες τους για την πλαστότητα αυτών των πιστοποιητικών, είχε να κάνει, πάνω απ’όλα, με τη γνώση τους για την καταγωγή από τη Χιροσίμα. Ο συλλογικός πόνος των Ιαπώνων για την τραγωδία της Χιροσίμα, διαχώριζε αντί να ενώνει και η κοινή εθνική ταυτότητα, σαν η άθραυστη συνεκτική ύλη για ένα λαό, αποδεικνυόταν ένα κατασκευασμένο ιδεολόγημα, για μιαν ακόμα φορά.
Η ανάγκη για γάμο, για σχέσεις με εκπροσώπους από τις υγιείς περιοχές, κι όχι με κάποιον άνθρωπο από τη δική τους κοινότητα με τον οποίον μοιράζονταν το ίδιο τραύμα, και η απόρριψη που εισέπρατταν, συνέβαλαν στην εσωτερίκευση της ιδιότυπης ενοχής για μια δική τους ελλειμματικότητα σαν την αιτία που δεν τους δινόταν η δυνατότητα να επανέλθουν κι αυτοί στην κανονικότητα. Δεν τους ενδιέφερε το ποιος θα μπορούσε να τους κατανοήσει παρά μονάχα αυτός που θα τους προσέφερε την ευκαιρία να ξεχάσουν ποιοι ήταν. Ασυνείδητα, χρέωναν στους εαυτούς τους την ευθύνη που η μοίρα είχε διαλέξει εκείνους ως τα τραγικά θύματά της. Εσωτερίκευσαν την έπαρση των υγιών απέναντί τους, σαν μια δική τους ηθική μειονεξία. Και αναπαρήγαγαν τον αποκλεισμό που βίωναν, μέσα στη δική τους κοινότητα, αρνούμενοι τις σχέσεις με τους ανθρώπους που μαζί τους ζούσαν καθημερινά.
Γνωρίζουμε ότι ο σκοπός των Αμερικανών δεν ήταν η συντριβή των ιαπωνικών δυνάμεων που ήταν έτοιμες να συνθηκολογήσουν παρά ο εκφοβισμός προς το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα και την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση για τη δυνατότητα χρήσης της ατομικής βόμβας ως «μέσον πανίσχυρον και αναγκαστικής επιδράσεως προς διατήρησιν της παγκοσμίου ειρήνης», με βάση τις δηλώσεις του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Χ. Τρούμαν. Γιατί, ο ανομολόγητος αλλά αδιαμφισβήτητος σκοπός δεν ήταν παρά η υποταγή των άλλων λαών στη θέλησή τους (αλήθεια, πόσο ειρωνικό είναι ότι ένας ανδριάντας του Τρούμαν έχει χτιστεί στην Αθήνα και γύρω του, υπάρχουν 8 στήλες όπου αναγράφονται κείμενα ευγνωμοσύνης του ελληνικού λαού και ο λόγος του ίδιου για τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ).
Και, έχουμε διαβάσει για τις συνέπειες της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, την τρομακτική αστραπή που κατάπιε την πόλη και τους κατοίκους της, για το 90% των σπιτιών που έγιναν στάχτη, τη μαύρη ραδιενεργή βροχή που έσπειρε τη θανατηφόρα ασθένεια μέσα σε όσους επέζησαν, για το ωστικό κύμα που μαζί με τον πύρινο κυκλώνα που στροβιλιζόταν επί έξι ώρες, διέλυσαν τα πάντα σε ακτίνα 12 χιλιομέτρων, για τον απολογισμό των 78.000 νεκρών, των 9.000 τραυματιών και των 14. 000 ανθρώπων που εξαφανίστηκαν, για τους απανθρακωμένους επιβάτες που ήταν στριμωγμένοι μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, για τα πάμπολλα παιδιά που, γενιές μετά, εξακολουθούσαν να γεννιούνταν με γενετικές ανωμαλίες, για τους τρομακτικά αυξημένους θανάτους από καρκίνο για δεκαετίες μετά.
Όμως, εδώ, ο σπουδαίος Σοχέι Ιμαμούρα, που σε ολόκληρο το έργο του μας δείχνει την άλλη, την περιθωριακή Ιαπωνία που κρυβόταν πίσω από την στιλπνή παραδοσιακή της εικόνα, σ’ αυτήν την ταινία του, εστιάζει εξίσου σε μιαν άλλη πτυχή της ανθρώπινης τραγωδίας, στην καθημερινή ζωή αυτών των ζωντανών νεκρών που επέζησαν, και όχι μόνο στις εικόνες της ανείπωτης φρίκης που ακολούθησαν την έκρηξη της βόμβας. Στη βουβή τους απελπισία, τη στωικότητά τους αλλά και την εσωτερικευμένη ενοχή τους, τις μάταιες προσπάθειές τους να ξαναζήσουν όπως παλιά χωρίς όμως να είναι οι ίδιοι με κείνους που ήταν τότε. Τις τούφες των μαλλιών να μένουν πάνω στη χτένα, την τρέλα που ξεσπούσε μέσα σ’ αυτούς τους ζωντανούς ετοιμοθάνατους με την εικόνα εκείνης της θανατερής λάμψης να επανέρχεται για τελευταία φορά μπροστά στα μάτια τους, την αιφνίδια εγκατάλειψη κάθε σωματικής δύναμης, το τελευταίο κατευόδιο σε κάθε κηδεία όπου σιωπηλά αποχαιρετούσαν τους νεκρούς τους, κάθε φορά όλο και λιγότεροι, κάθε φορά με βουβή απορία για το ποιος θα ήταν ο επόμενος. Ο Ιμαμούρα μας δείχνει όλες αυτές τις ασπρόμαυρες εικόνες, που βλέποντάς τες, μέσα σε μια ανυπόφορα ρεαλιστική, βαθιά πεσιμιστική ατμόσφαιρα, φοβόμαστε να πιστέψουμε ότι στ’ αλήθεια η ανθρωπότητα έχει ζήσει μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία που έχει καταγραφεί στην πανανθρώπινη συλλογική μνήμη. Υποβάλλοντας μας σε μιαν ασφυκτική δοκιμασία μέσα από την παρατήρηση της καθημερινής ζωής όσων είχαν την τύχη, ή την ατυχία, να επιζήσουν. Και καθώς η ταινία του προχωράει, με κάθε δάκρυ, η οργή μας μεγαλώνει.