Με αφορμή μία ταινία: Άγριες Φράουλες

Η συνειδητοποίηση του εαυτού μας έρχεται, αργά ή γρήγορα. Συνήθως αργά. Συνήθως συμβαίνει κάπου ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, εκεί στη χαραυγή των πράξεων και του λόγου. Ευτυχώς υπάρχει και ο κινηματογράφος, που πότε μας ανοίγει τα μάτια και πότε μας λυτρώνει λίγο πριν σβήσουν τα φώτα. Ή έστω μετά.
Με αφορμή την ταινία «Άγριες Φράουλες» (1957), σε σκηνοθεσία Ingmar Bergman.
Με το ξεκίνημα του φθινοπώρου έμαθα και μια καινούρια λέξη.
Αποκαλόκαιρο.
Την είδα ξαφνικά κάμποσες φορές από δω κι από κει, σαν λέξη που μου κρυβόταν τόσα χρόνια και εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή.
Μη με ρωτάτε πως και γιατί μου συστήθηκε τόσο αργά, λίγο μετά τα τριάντα. «Όσο ζεις μαθαίνεις» δε λένε;
Σημασία έχει ότι στο πρώτο της αντίκρυσμα ανατρίχιασα. Ανακάλυψα τη λέξη που έλειπε από το θερολάγνο λεξιλόγιό μου. Συμπληρώθηκε το παζλ των συναισθημάτων μου. Βρήκε νόημα ο Σεπτέμβρης μου.
Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν προτιμώ να σκέφτομαι ότι διανύω το αποκαλόκαιρο. Όχι το φθινόπωρο. Όχι ακόμα. Φθινόπωρο σημαίνει υποχρεώσεις, σημαίνει τάξη, σημαίνει ξάσπρισμα. Σημαίνει πως μεγάλωσες ακόμη έναν χρόνο, όχι, τα χρόνια δεν τα μετράμε με τα γενέθλια, τα μετράμε με τον ερχομό της θεάς Οπώρας.
Σημαίνει πως γίνεσαι λίγο ακόμα πιο σοβαρός, λίγο ακόμα πιο υπεύθυνος, λίγο ακόμα πιο βαρύς.
Ενώ αποκαλόκαιρο σημαίνει σταφύλια και σύκα στο πιάτο, ήσυχα μπάνια, γλυκά χαμόγελα και μια ορμή για λίγη ανέμελη ζωή ακόμα, που εξαργυρώνεται στις πλατείες, στα αυτοκίνητα με κατεβασμένα παράθυρα, στους δροσερούς θερινούς και στις ατελείωτες κουβέντες σε ημιφωτισμένα μπαλκόνια.
Μια εισαγωγή στο μέλωμα των ημερών, στο χρύσωμα των τοπίων, στο -μελαγχολικό πια- τραγούδι των τζιτζικιών.
Η λέξη αποκαλόκαιρο, τόσο αισθαντική, τόσο νωχελική, μου φέρνει στο μυαλό κάποιους μαυρισμένους ακόμα αστούς, να τριγυρνάνε με ένα κουτάκι στην τσέπη που μέσα του έχουν φυλάξει όλο το αλάτι που μάζεψαν από τις θάλασσες τους. Και όταν λίγο πάνε να αφεθούν και να παραδοθούν στην πραγματικότητα του Σεπτέμβρη, τότε ανοίγουν το κουτάκι και πασπαλίζουν το κορμί τους με τον πολύτιμο αλμυρό ανθό, τρίβουν τα χείλη τους με αυτόν και βλέπουν τον κόσμο όπως λίγοι επιτρέπουν στους εαυτούς τους να τον δουν.
Έναν κόσμο ενδιάμεσο, κρυφό για τους πολλούς και γι’ αυτό ακριβώς βιώσιμο, που ακροβατεί μειδιάζοντας ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει».