Με αφορμή μία ταινία: Το πικρό τσάι του στρατηγού Γιεν

Πέρα από τα προφανή που μπορείς να καταλογίσεις σε ταινίες σαν κι αυτή, είναι απολαυστική η δύναμη που κρατάει στα χέρια του ο θεατής να απομονώσει την ουσία της κινηματογραφικής εμπειρίας από την κριτική που επιβάλλει κάθε εποχή και να πλεύσει για μια ώρα και κάτι μέσα σε δημιουργήματα που γεννήθηκαν για τη μεγάλη οθόνη. Χωρίς ενοχές. Ίσως με ένα ποτήρι σαμπάνια.
Με αφορμή την ταινία «Το πικρό τσάι του στρατηγού Γιεν» (1933), σε σκηνοθεσία Frank Capra.
Το καμπάνισμα του πάγου που πέφτει στο ποτήρι. Το απαραίτητο στρίψιμο ώστε το καπάκι να αποχωριστεί το μπουκάλι. Η αναζωογονητική μυρωδιά που απελευθερώνεται όταν η σόδα συναντά επιτέλους το ποτό. Κρατώ στα χέρια μου το σύνολο όλων των παραπάνω ευτυχών πραγμάτων που μεταφράζονται σε ένα διάφανο, χορταστικό ποτήρι τζιν.
Είναι επιτέλους Παρασκευή.
Κάποτε, πριν ακόμα ανακαλύψω τον κόσμο στις αληθινές του διαστάσεις, το να πίνω ένα ποτό, στο σπίτι, μετά τη δουλειά, μου φάνταζε, αν όχι αστείο, τουλάχιστον υπερβολικά ενήλικο. Δεν είχα ανάγκη από αλκοόλ για να χαλαρώσω, για να χαμογελάσω, για να σηματοδοτήσω την αρχή ενός κουτσουρεμένου διαλλείματος από την καθημερινότητα.
Δεν ήξερα καν ότι, αν του το ζητήσω, ένα ποτό μπορεί να παραμείνει για λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω στη γλώσσα μου, ώστε να με ωθήσει να κλείσω τα μάτια και να μη δω τη μαύρη τρύπα που πλησιάζει. Στις μέρες του πλούτου μου ηδονιζόμουν απλώς με τοπία και έρωτες.
Και ύστερα ήρθε η ενήλικη ζωή. Η δουλειά. Οι περίφημες «υποχρεώσεις». Ήρθαν οι μήνες της μύησής μου στο ποτό, όλοι τους περνάμε αυτούς, τα ούζα που κάλυψαν με το γαλακτερό τους χρώμα το Αιγαίο περιχαρώς, τα πάρτι που κάποια στιγμή έχασαν την αθωότητά τους και απογυμνώθηκαν από μάταιες προσδοκίες. Το μόνο που έμενε ήταν άνθρωποι σκόρπιοι με μισοάδεια ποτήρια στο χέρι.
Το πήρα απόφαση λοιπόν κι εγώ πως έτσι έχουν τα πράγματα, πως όσο μένεις νηφάλιος ανάμεσα στους μεθυσμένους τόσο η ζωή σ’ αφήνει πίσω και πια είμαι περήφανη για την μικρή μου σπιτική κάβα. Αν έρθεις μια καθημερινή να με επισκεφθείς θα σε κεράσω κρασί κόκκινο, κι αν τύχει κάποια Κυριακή και μαγειρέψουμε παρέα θα σου βγάλω τσίπουρο για να ζεσταθούμε. Φιλάω πάντα μια μπύρα για εκείνον τον περίεργο επισκέπτη που δεν θα πίνει τίποτε άλλο, και τελευταία στην κουζίνα μου βρίσκεται και κονιάκ-και όχι για λόγους μαγειρικής.
Και κάπως έτσι κυλάει η ζωή, ανάμεσα σε κεχριμπαρένιες φαντασίες, ρουμπινένια χαμόγελα και υγρές ανατάσεις που στη διαφάνειά τους αντανακλούν τα αναμμένα φωτιστικά του διαμερίσματός μου. Δεν έχω παράπονο όμως. Κατάφερα πια αυτό που από παιδί περίμενα. Μεγάλωσα.