tetartopress

«Μετρητής καρτών» του Πωλ Σρέηντερ – Υπαρξιακή ευθύνη και χριστιανική ενοχή ενός αντιήρωα για τα εγκλήματα στο Άμπου Γκράιμπ


“Μετρητής καρτών” (The card counter)
Σκηνοθεσία: Πωλ Σρέηντερ
Πρωταγωνιστούν: Όσκαρ Αϊζακ, Τάι Σέρινταν, Τίφανι Χάντις
ΗΠΑ, 2021

 

“Περιττώματα. Ούρα. Εκρηκτικά. Ιδρώτας. Καπνός. Όλη μέρα, κάθε μέρα. Μυρμήγκια μεγάλα σαν κατσαρίδες. Ζέστη. Φόβος. Αδρεναλίνη. Ο θόρυβος των πυροβολισμών. Το αίμα… Κι ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις, ήταν να σηκωθείς και να γελάσεις. Σερφάρεις στην τρέλα. Να βλέπεις έναν ενήλικα να χέζεται και να κατουριέται πάνω του. Ο γαμημένος θόρυβος… Είμασταν όλοι εγκλωβισμένοι εκεί μέσα. Στην ίδια σκατο-σκατότρυπα. Προσπαθώ να δικαιολογήσω όσα  κάναμε; (οι παύσεις του γίνονται μεγαλύτερες). Όχι. Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει όσα κάναμε… Μόνο αν ήσουν εκεί, θα καταλάβαινες” (για μία και μοναδική φορά, δάκρυα εμφανίζονται στα μάτια του).

Αυτές οι οδυνηρές αναμνήσεις που στοιχειώνουν τον Γουίλλιαμ, απεικονίζονται παραμορφωμένα όπου τα μηριαία οστά των δεσμοφυλάκων δείχνουν βραχέα σαν να ήταν νάνοι, τα κελιά είναι καμπυλωμένα και οι διάδρομοι που ανοίγονται ανάμεσά τους, οδηγούν στα ενδότερα μιας επίγειας κόλασης, στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής: Αμερικανοί στρατιωτικοί ξυλοκοπούν με λοστούς Ιρακινούς αιχμαλώτους που έχουν κουκούλες στο κεφάλι, τους υποχρεώνουν να μένουν με περιττώματα πάνω τους, τους εκθέτουν σε ανυπόφορα ντεσιμπέλ μέταλ μουσικής, αγριεμένοι σκύλοι γαβγίζουν στα αυτιά τους- χίλιοι τρόποι καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ όπου οι Αμερικανοί αξιωματούχοι απαιτούσαν φαντασία στα βασανιστήρια με την επίσημη ονομασία, “ενισχυμένη ανάκριση”. Μια ντοκυμαντερίστικη απεικόνισή τους αναμφίβολα θα μας σόκαρε- θα μετέδιδε, όμως, την ψυχική κόλαση τού Γουίλλιαμ από την ενοχή της τότε αποανθρωποποίησής του; Αυτή η ηδονή της άσκησης βίας πάνω στον πιο αδύναμο, είχε εκλογικευτεί κι εφαρμοστεί από τον Γουίλλιαμ και τους συμπατριώτες του στο όνομα του ιερού πολέμου “κατά της τρομοκρατίας” μετά τα γεγονότα της 11/9/2001. Διαχρονικά, η ανάγκη ύπαρξης εχθρών και η ιδεολογικοποιημένη βία εναντίον τους προϋποθέτουν τη χωρίς συνειδητότητα έκπτωση του πολίτη στην κατάσταση του υποχείριου.

“Υπάρχει τέλος στην τιμωρία;”. Το χέρι του Γουίλλιαμ κινείται γρήγορα πάνω στο τετράδιο, αυτόνομα θαρρείς από την υπόλοιπη ύπαρξή του με την αμετάβλητη έκφραση του προσώπου, τη χαμηλή φωνή, την αργή ομιλία, το παγωμένο κλάμα στα μάτια- μια βουβή αποδοχή ότι το τότε θα είναι για πάντα το τώρα. Γράφει πάντα με τη συντροφιά ποτού, πως να μοιραστεί αυτό το άχθος με ανθρώπους που δεν ήταν τότε εκεί; Κοιμάται, ή μάλλον, τον παίρνει ο ύπνος για λίγο, σε δωμάτια μοτέλ που μεταμορφώνει σε ασκητήρια, ξεκρεμώντας τους πίνακες, αποσυνδέοντας το τηλέφωνο και σκεπάζοντας τα έπιπλα και τα κρεβάτια με δικά του σεντόνια σ’ ένα άτονο γαλάζιο, σαν ένα νεκροτομείο μιας ζωντανής ύπαρξης χωρίς νόημα, όπου δεν έχει θέση η χρωματική ποικιλία.


Εκείνος ο νάρκισσος, μάτσο, εθνικιστής βασανιστής του Άμπου Γκράιμπ, έχοντας εκτίσει 8,5 χρόνια στις Αμερικάνικες στρατιωτικές φυλακές (μετά τη διεθνή κατακραυγή για τα βασανιστήρια, τα δικαστήρια των ΗΠΑ επέβαλαν ποινές μόνο σε ορισμένους στρατιώτες που περήφανα φωτογράφιζαν τα “κατορθώματά” τους), το “Αμερικάνικο παιδί που τον τρόμαζε κάθε περιορισμός”, πλέον προτιμά να περνάει απαρατήρητος, σταματώντας να παίζει χαρτιά μόλις κερδίζει ένα σεβαστό ποσό αν και έχει τη δυνατότητα για πολύ μεγαλύτερα κέρδη: έχοντας μάθει στη φυλακή να μετρά τον αριθμό των χαρτιών της τράπουλας που έχουν ήδη περάσει, το πλεονέκτημά του έναντι των ανταγωνιστών είναι καταλυτικό. Η φωνή του όταν ανακοινώνει “all in”, ποντάροντας όλα τα λεφτά του με τη μελετημένη βεβαιότητα της τελευταίας νίκης της ημέρας, δεν είναι θριαμβευτική παρά εκφράζει τη θλιμμένη γνώση τού αναπόφευκτου που οι συμπαίκτες του αγνοούν. Παίζει γιατί μόνο αυτό τον ευχαριστεί πια, ένας μοναχικός, διαφορετικός παίκτης στο βασίλειο του απαστράπτοντος τζόγου και του θεοποιημένου στόχου της μεγιστοποίησης του κέρδους κι ο Σρέηντερ κινηματογραφεί τις ΗΠΑ σαν ένα αχανές καζίνο. Στον αντίποδα, ένας αλλοδαπός ζητωκραυγάζει τετράκις “ΗΠΑ!” σε κάθε νίκη του, ευτυχισμένος για το Αμερικάνικο όνειρο που βιώνει, φορώντας πάντα τα ίδια ρούχα στα χρώματα αυτής της καινούριας του πατρίδας.

Ο Γουίλλιαμ δεν καταφεύγει σε προκατασκευασμένες δικαιολογίες ερήμην της συνείδησής του, δεν μεταθέτει την ευθύνη του στους τότε ανωτέρους του που δεν τιμωρήθηκαν και πλέον σταδιοδρομούν ως στελέχη επιχειρήσεων. Η φυλακή γι’ αυτόν είναι ο τόπος της κατευναστικής τιμωρίας του όπου θαρραλέα φτάνει στην οδυνηρή επίγνωση, είναι η αντανάκλαση της δικής του εσωτερικής φυλακής στην πραγματικότητα και, τελικά, το μόνο σπίτι του σε μια “ελεύθερη” κοινωνία κερδοσκοπίας κι ανταγωνισμού που οι πολίτες της αμαρτάνουν έχοντας απολέσει την ηθική τους- δεν δικαιώνει τη φυλακή ως σωφρονιστικό θεσμό (όπου είναι αμφίβολο αν πράγματι επιδιώκονται ο σωφρονισμός και η επανένταξη). Όμως, η τιμωρία δεν επιφέρει τη λύτρωση γιατί δεν αρκεί η δική του τιμωρία, ούτε η επιθυμία του να άρει τις αμαρτίες όλων στο Άμπου Γκράιμπ, όλων όσων διεξήγαγαν τον πόλεμο στο Ιράκ λέγοντας ψέματα, όλης της κοινωνίας που δεν αντέδρασε. Ο Γουίλλιαμ βασανίζεται όχι μόνο υπαρξιακά, επιπλέον από μια θρησκευτική ενοχή για την αποτυχία του να σταθεί άξιος της αποστολής στην επίγεια ζωή. Και, αγωνιώντας για εξιλέωση, δίνει νόημα στη ζωή του θέλοντας να σώσει τον νεαρό Κερκ που είναι βουτηγμένος στα χρέη και τα δικά του σκοτάδια, παίζοντας για όλο και μεγαλύτερα κέρδη.  Συμπεριφέρεται προστατευτικά υποκαθιστώντας τον Θεό στη γη, θέλοντας να επιβάλει τη λύτρωση σ’ έναν άλλον άνθρωπο. Η υποχρέωσή του να σώσει, είναι αλληλένδετη με την ανάγκη του να σωθεί.

Το παρελθόν συντρίβει αυτόν τον Αμερικανό αντιήρωα, γνώριμο αντρικό χαρακτήρα στον κόσμο του Σρέηντερ, στην αγωνιώδη του πάλη με το κακό, σε μια κοινωνία σήψης όπου η βία ελλοχεύει. Διεισδύει μέσα μας η υπνωτιστική ατμόσφαιρα όπου ο σχεδόν κατατονικός ήρωας κατατρώγεται από την ενοχή και τη δίψα για εξιλέωση, αποφασισμένος να τιμωρηθεί βίαια (ο Γουίλλιαμ εξακολουθεί να προκαλεί έναν συγκρατούμενό του, επιδεικνύοντας τα ματωμένα του δόντια, εκλιπαρώντας χαμηλότονα να φάει άγριο ξύλο- ο Σρέηντερ δηλώνει πιστός στην ιδέα της Χριστιανικής εξιλέωσης μέσα από το αίμα)- και να τιμωρήσει βίαια, όπου δεν επιτρέπει στον εαυτό του την ανάταση του έρωτα (σε μια μαγική σκηνή ενός νυχτερινού περιπάτου κάτω από αμέτρητα χρωματιστά φωτάκια που αναβοσβήνουν, σαν να μπορεί να ζήσει την ευτυχία μόνο σαν μια ονειρική κατάσταση που δεν απειλεί να αγγίξει την εσωτερική του πραγματικότητα). Και, παρά το κάπως αργό ξεδίπλωμα της ιστορίας στην αρχή, την έλλειψη μεγαλύτερης ανάπτυξης των υπολοίπων χαρακτήρων, ωστόσο η υπέροχη εσωτερική ερμηνεία του Άιζακ, η σαφής υπαινικτική επισήμανση της ενοχής της Αμερικάνικης κοινωνίας που υιοθέτησε την επίσημη ρητορική για “άξονα του κακού”, επιτρέποντας να χρησιμοποιηθεί, ατιμώρητα μέχρι σήμερα, το τραύμα της 11/9/2001 για αιματοκύλισμα σκόπιμα κατασκευασμένων εχθρών, η απελπισμένη εμμονή του ήρωα κι ορισμένες σκηνές που μας στοιχειώνουν, αφήνουν έντονο αποτύπωμα στη μνήμη μας.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...
"Έρωτας Big Bang" στις Γραμμές Τέχνης

“Έρωτας Big Bang” στις Γραμμές Τέχνης στην Πάτρα

Παρασκευή 12 και Σάββατο 13 Απριλίου 2024, στις 21:00, η Μαρίνα Βολουδάκη, συνοδεία Σπύρου Λευκοφρύδη, επιστρέφει στο Θέατρο Γραμμές Τέχνης ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top