«Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Μια α-σαιξπηρική παράσταση από το Άρμα Θέσπιδος του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας
«Κράταγε Σαΐτα και στη δύση μάτιαζε μια σεμνή Εστιάδα… Μα την είδα τη φλογερή σαΐτα του Έρωτα να κρυώνει στο φέγγος της υγρής σελήνης και η ιέρεια πέρασε αγέρωχη, ασκανδάλιστη κι ανέγγιχτη, με στοχασμούς παρθενικούς» – Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, γράφτηκε από τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ στα τριάντα του περίπου, το 1595, για να παρασταθεί σε κάποιο αρχοντικό γάμο και λειτούργησε ως προάγγελος του επόμενου έργου του Τρικυμία· ενώ παράλληλα έχει ως τραγικό ομόλογό του το Ρωμαίος και Ιουλιέτα που γράφτηκε την ίδια περίοδο. Στο έργο αυτό, ο Σαίξπηρ, συμπεριέλαβε αρκετά θέματα που απασχολούσαν εκείνη την εποχή, όπως αυτό της Παρθενίας της Βασίλισσας Ελισάβετ, την έλλειψη τροφίμων εξαιτίας της νέας άρχουσας τάξης που ανέβαινε στην εξουσία (Πράξη Β΄ 1, 88-105) κ.α.
Το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, είναι μια εύθυμη κωμωδία που διαδραματίζεται την παραμονή της πρωτομαγιάς. Βασίζεται όμως στο έθιμο της νύχτας του μεσοκαλόκαιρου, κατά το οποίο οι νέοι κατέφευγαν στο δάσος για να επιδοθούν σε ερωτοτροπίες. Κατά την έκθεση της πλοκής η Ερμία, κόρη του Αιγέα, είναι ερωτευμένη με τον Λύσανδρο αλλά ο Αιγέας την έχει τάξει στον Δημήτριο ο οποίος και την αγαπάει, αλλά εκείνη τον απορρίπτει. Ξαφνικά εμφανίζεται η Ελένη, η οποία αγαπάει τον Δημήτριο και του αποκαλύπτει το μυστικό του Λύσανδρου και της Ερμίας, δηλαδή να κλεφτούνε το βράδυ και να πάνε στο δάσος. Εκεί, στο δάσος, βρίσκονται τα ξωτικά Τιτάνια και Όμπερον με τον βοηθό του το πειραχτήρι Πούκ. Καθώς τα ξωτικά περιπλέκουν την κατάσταση επέρχεται η λύση της πλοκής από τα ίδια τα ξωτικά με μαγικά βοτάνια και στο τέλος παντρεύονται όλοι αυτόν που αγαπάνε· ενώ δίνεται και γαμήλιο γλέντι από Αθηναίους πολίτες στο τέλος με τη μορφή θέατρο εν θεάτρω.
Το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, επιλέχθηκε ως έργο από τον σκηνοθέτη Χρήστο Στρέπκο για να παρουσιαστεί από το Άρμα Θέσπιδος του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, στην ευρύτερη περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας.
Η παράσταση υπό την σκηνοθετική «ματιά» του Χρήστου Στρέπκου και γνωρίζοντας τις δυνατότητές του μας εξέπληξε αρνητικά γιατί προσιδιάζει περισσότερο σε έργο για παιδική σκηνή, παρά σε έργο που απευθύνεται σε ενήλικες. Στη σκηνική του αποτύπωση παρουσιάζεται χωρίς καμία σκηνοθετική υποδήλωση ή τομή, απαγκιστρωμένο από το αυθεντικό έργο και τις έννοιές του περί αποϊεροποίησης της φεουδαρχίας, της Βασιλικής εξουσίας, της λανθάνουσας προβολής του έρωτα ως «δράμα εαυτού» (όπως παρουσιάζεται στο πρωτότυπο). Όλα αυτά συνεπικουρούμενα από τραγούδια παιδικής συχνότητας (ακόμα και το ραπ στο τέλος) συνθέτουν ένα «flat» έργο χωρίς καμία ιδιαίτερη αισθητική τοποθέτηση.
Πέρα από την απώλεια αισθητικής τοποθέτησης, υπάρχουν και αρκετές ακόμα «ατέλειες» στην παράσταση που το απομακρύνουν από τις σαιξπηρικές αρχές. Για παράδειγμα, ο Πούκ, δεν παρουσιάζεται ως απέχων ξωτικό από τα ανθρώπινα συναισθήματα ενώ παράλληλα, ο Στημόνης σαν μεταμορφωμένος γάιδαρος δεν εμφανίζει πουθενά τη σάστιση εαυτού, δηλαδή τα καταγωγικά του χαρακτηριστικά από τη μυθιστορία του Απουλήιου, «Χρυσός Γάιδαρος». Η γλώσσα, είναι κατά διαστήματα έμμετρη ίσα ίσα για να προβάλλει το Σαιξπηρικό στοιχείο και δεν είναι εναρμονισμένη με την εννοιολογική γλώσσα του έργου. Χάριν παραδείγματος, στην παράσταση δεν χρησιμοποιείται ως μοτίβο η λέξη ξεμυάλισμα (dote), η οποία όμως έχει σημαίνοντα ρόλο στο Σαιξπηρικό έργο και στην πλοκή γενικότερα, καθώς παρουσιάζεται ως υποτιμητικό συνώνυμο της αγάπης. Παρόλο που διατηρήθηκε το γλυκανάλατο-παιδικό κλίμα των στίχων αγάπης δεν αποδόθηκε πουθενά πως οι ερωτευμένοι είναι έρμαια των ορμονών τους· ενώ παράλληλα γλωσσικά μοτίβα όπως η λέξη μάτια με τις κρυφές έννοιες για τις αισθήσεις, αγνοούνται στην προσπάθεια μείωσης της πλοκής με αποτέλεσμα να μην προβάλλεται και η εξαιρετική μετάφραση του Καψάλη στην ολότητά της.
Στην παράσταση, φτωχό είναι και το σκηνικό από τον Κέννυ ΜακΛέλλαν, καθώς δεν αποτυπώνει την αρχαία λευκή μαρμαρωτή εικόνα της Αθήνας – που έχουμε στο μυαλό μας- ούτε τη σύγχρονη σκεβρωμένη. Απλά υπήρχε, το παραπέτασμα κυρίως, για να υποστηρίξει τις εισόδους και τος εξόδους της παράστασης. Όσον αφορά τη σκευή (ενδύματα), οι μάσκες είχαν έλλειμμα πρωτοτυπίας, καθώς είχαν παρουσιαστεί παρόμοιες στο ομώνυμο έργο προ διετίας με τον Αιμίλιο Χειλάκη. Επίσης εδώ εντοπίζεται και μια υποτίμηση του κοινού· καθώς η ενδυματολογική προσέγγιση εστιάζει στον Σαίξπηρ και την εποχή του, αγνοείται όμως ο δραματικός χώρος και χρόνος, δηλαδή η αρχαία Αθήνα.
Στο υποκριτικό κομμάτι οι ηθοποιοί «πολτοποιήθηκαν» υποκριτικά ώστε να χωρέσουν στην παιδικότητα της παράστασης. Παρόλα αυτά ο Βασίλης Κόκκαλης παρουσιάζει εξαιρετική ταύτιση σε όποιον ρόλο παίζει, με την απαραίτητη συναισθηματική ποιότητα. Η Ελίνα Σταμοπούλου αποδίδει την υποκριτική διάσπαση εαυτού με ξεχωριστό τρόπο, την απαραίτητη ένταση και χρωματισμό των ρόλων της. Παράλληλα, η Σταυρούλα Τσιάμη αποδίδει πολύ καλά τη βιωματική κατάσταση των ρόλων της. Ο Θοδωρής Βράχας απεικονίζει με ξεχωριστό τρόπο την πολλαπλότητα των ρόλων και τέλος ο Γιάννης Γιαραμαζίδης κινείται αρκετά δυναμικά με τις απαραίτητες εντάσεις των ρόλων που υποδύεται.
Συμπερασματικά, η παράσταση Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας από το Άρμα Θέσπιδος του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, δεν δικαιολογεί πουθενά την έντεχνα ωραιοποιημένη εικόνα του έρωτα και τη σύγκρουση εξουσιών των φεουδαρχών που ενέχονται στο έργο του Σαίξπηρ. Η ερμηνευτική διασπορά φανερώνει μια παιδικότητα στην παράσταση και δεν προβάλλει έστω ακροθιγώς κανένα κοινωνιολογικό λόγο ούτε του τότε ούτε του σήμερα. Η γενικότερη εντύπωση είναι πως η παράσταση «έγινε περισσότερο για να γίνει» παρά για να «πει» κάτι.
* Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση και την καλοκαιρινή περιοδεία της στη Δυτική Ελλάδα μπορείτε να βρείτε εδώ.