Μια κουστωδία παραλόγου
Μια κουστωδία παραλόγου. Ένα θέαμα δίχως ουσία. Ένα θέαμα που ξέμειναν μόνο όσες λέξεις πετούν σαν σαΐτες ή ξεραμένα φύλλα από την απουσία βάρους. Εκείνες οι λείες ή οι επίτηδες γυαλισμένες που δε σου δίνουν χώρο να πιαστείς. Που ο αντίκτυπός τους δε χαράσσεται στο μέσα. Αυτές που υφαίνουν το πέπλο που καλύπτει το συναίσθημα.
Μια νησίδα παράλληλων εξελίξεων. Με σύνορα που συνεχώς βρίσκονται σε μάχη. Άλλοτε ηττώνται από την ανάγκη που αφήνει στο διάβα της η μοναξιά κι οπισθοχωρούν. Άλλοτε οχυρώνονται όλο και πιο βαθιά δίνοντας χώρο μόνο στη θέαση κι όχι στο βίωμα των συμβίων. Είναι η έπαρση της πρώτης γραμμής όπου απαιτείται να είσαι άτρωτος, η σφυρηλάτηση με μαντέμι κοινωνικό καθωσπρεπισμό, ο φόβος και τα δαιδαλώδη παρακλάδια του ή και η απογοήτευση με την άβυσσό της. Μύρια τα αίτια, ατελείωτες οι αφορμές της μάχης.
Το μόνο που μένει τελικά στο μικρό μας θίασο είναι οι υπέρτιτλοι. Μένουν να φέγγουν λίγο νόημα στην εξέλιξη του δράματος. Κι αν καμιά φορά κάποιος ξεχαστεί και ρίξει κλεφτή ματιά προς το μέρος τους, μεταπηδά έστω για μια στιγμή στον τόπο μιας αλήθειας.