Μια μηδενική ιστορία
Ποτέ της δεν πίστεψε πως υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούνται τίποτα, μηδέν. Κι όμως το πέρασμα από την ύπαρξη στην ανυπαρξία κι απ’ το τίποτα στο κάτι, είναι μια πραγματικότητα.
Το θέμα είναι ποιος το αποφασίζει. Ποιος ορίζει πότε κάποιος υπάρχει και πότε όχι;
Κοίταξε στον καθρέφτη το πρόσωπό της. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό που έβλεπε. Μπορούσε να δει τα μακριά μαλλιά της, τα κουρασμένα μάτια της, την πρώτη ρυτίδα στο μέτωπό της.
Με πόσους άραγε είχε μιλήσει τα τελευταία χρόνια; Πόσοι την ήξεραν με το όνομά της; Πόσοι θυμούνται το πρόσωπο της;
Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος. Έστω και ένας που να την ήξερε και να μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτήν.
Κι όμως, δεν αισθανόταν πάντα έτσι. Υπήρχαν στιγμές που όλα γύρω της, έδειχναν το αντίθετο. Υπήρχαν στιγμές που ακόμα κι η ίδια αμφισβητούσε την ύπαρξη της.
Άνθρωπος μηδενικό σκέφτηκε. Όχι όμως οποιοδήποτε μηδενικό. Ακόμα και το μηδενικό υπάρχει, έχει κάποιο ρόλο. Μηδενικό με την έννοια του «μηδέ εν», «ούτε ένα». Κι όμως αν κάποιος της έδινε σημασία… θα ‘ταν σίγουρη πως από μηδενικό θα γινόταν κάτι, «τουλάχιστον ένα».
Βγήκε ξαφνικά στο δρόμο και κοίταξε τον κόσμο. Άνθρωποι με βιαστικές κινήσεις μιλούσαν, έδειχναν, φώναζαν. Άνθρωποι «αριθμοί», σίγουροι για τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους. Άνθρωποι που έβλεπαν τους άλλους, σαν μηδενικά να τριγυρίζουν χαμένοι, γεμάτοι ερωτήματα, χωρίς απαντήσεις. Με μια πιο προσεκτική ματιά όμως, έβλεπε κάτι διαφορετικό. Οι άνθρωποι «αριθμοί», οι «τουλάχιστον ένα» κινούνταν προς τους υπόλοιπους και διαρκώς άλλαζαν. Η φωνή τους δυνάμωνε, γινόταν ολοένα πιο αυστηρή. Οι απαντήσεις τους ήταν όλο και πιο σίγουρες και οι άνθρωποι «μηδενικά» μαζεύονταν γύρω τους κάνοντας το «τουλάχιστον ένα» δέκα, εκατό, χίλια…
Μα γιατί στέκονται πλάι του; Σκέφτηκε. Γιατί τον ακούν και γιατί υπακούν; Δε βλέπουν πως κι αυτός μια μονάδα είναι; Δε βλέπουν τη δύναμη που του δίνουν;
Δεν άργησε όμως να πάρει την απάντησή της. Ξαφνικά ένα από τα χιλιάδες μηδενικά φεύγει, καταλαβαίνει τη δύναμή του, απομακρύνεται κι αρχίζει να φωνάζει. Τότε δεκάδες μηδενικά αρχίζουν να το περιτριγυρίζουν. Και είναι αυτό το πέρασμα, απ’ την ανυπαρξία στην ύπαρξη και η υπεραξία του εγώ που γυρεύει να πλαισιώνεται από μηδενικά.
Απογοητευμένη και αηδιασμένη, γύρισε την πλάτη της.
Δεν γίνεται ο μοναδικός τρόπος ν’ αλλάξει τούτος ο κόσμος να είναι το μηδέν να γίνει «τουλάχιστον ένα», σκέφτηκε. Σίγουρα είναι πιο εύκολος,ίσως πιο οικείος, αλλά δεν μπορεί να είναι αυτός. Είναι βέβαιο πως κάποια στιγμή, όλα αυτά τα «μηδενικά» του κόσμου, θα αντιληφθούν το δημιουργό της ανυπαρξίας τους, θα καταλάβουν τον πραγματικό τους ρόλο και δε θα διεκδικήσουν να γίνουν «τουλάχιστον ένα» σ’ ένα κόσμο με μηδέν και ένα, σ’ ένα κόσμο με ανθρώπους αριθμούς.
Χαμογέλασε, σίγουρη πως κάποια στιγμή θα φτιάξουν ένα κόσμο, που ο καθένας θα είναι ακέραιος, μοναδικός και έτσι θα αντιλαμβάνεται το διπλανό του.