Μια «σκηνοθετικά γερασμένη» Εκάβη από την Ιώ Βουλγαράκη
«ἄπιστ᾽ ἄπιστα, καινὰ καινὰ δέρκομαι.
ἕτερα δ᾽ ἀφ᾽ ἑτέρων κακὰ κακῶν κυρεῖ,
οὐδέ ποτ᾽ ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁ-
μέρα μ᾽ἐπισχήσει.»
(Απίστευτα, δεν τα χωράει ο νους μου
όσα παράξενα κοιτάω. Οι συμφορές ακολουθούν τις συμφορές.
Ποτέ δεν θά ΄ρθει για μένα μια μέρα
χωρίς δάκρυα, χωρίς στεναγμούς.) – «Εκάβη» Ευριπίδη
Η «Εκάβη» είναι μια τραγωδία του Ευριπίδη που πιθανόν διδάχθηκε το 427 π.Χ. σίγουρα πάντως πριν το 423 π.Χ. Το συγκεκριμένο έργο, μαζί με τις Τρωάδες και την Ανδρομάχη, παρουσιάζουν μια μεταιχμιακή κατάσταση της μεταπολεμικής φάσης της Τροίας. Στην «Εκάβη», δεν παρουσιάζεται η κλασική δομή της αρχαίας τραγωδίας (όπως την έθεσε ο Αριστοτέλης στην ποιητική του), αλλά ενυπάρχουν δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος, ήτοι μέχρι το στίχο 659 (τέλος δεύτερου επεισοδίου) ο Ευριπίδης μάς παρουσιάζει εξελικτικά γεγονότα που οδηγούν στη θυσία της Πολυξένης. Στο δεύτερο μέρος από το στίχο 660 (τρίτο επεισόδιο) και μετά παρουσιάζεται η τιμωρία του Πολυμήστορα, για τη δολοφονία του γιου της Εκάβης, Πολύδωρου. Βέβαια, η ενότητα δράσης διασφαλίζεται με τη συνεχή παρουσία της Εκάβης στη σκηνή, ενώ παράλληλα έκπληξη προκαλεί η εισαγωγή του Ευριπίδειου έργου με το φάντασμα του Πολύδωρου κάτι που φανερώνει καινοτομία από την πλευρά του Ευριπίδη, καθώς κατώτερες θεότητες και φαντάσματα που μιλάνε στη εισαγωγή συναντούμε σε επόμενο εξελικτικά είδος θεάτρου που άνθισε τα ελληνιστικά χρόνια και λέγεται «Νέα κωμωδία».
Στην «Εκάβη» που παρακολουθήσαμε στο πλαίσιο του Διεθνούς φεστιβάλ Πάτρας σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη είδαμε μια «γερασμένη» σκηνοθεσία, με ξεπερασμένα χαρακτηριστικά σε μια προσπάθεια παρουσίασης μιας κλασικίζουσας μορφής. Συγκεκριμένα η Ιώ Βουλγαράκη στηριζόμενη στην κλασική ερμηνευτική παράδοση με τη βαριόμοιρη πικροθρηνωδούσα ηρωίδα δεν καταφέρνει να προσφέρει μια νέα εικόνα της τραγωδίας, καθώς δεν υπάρχει καμία σκηνοθετική «έμφαση» στην αισθητική δημιουργία της αναπαράστασης· ενώ παράλληλα, δεν λαμβάνει στο δραματουργικό κομμάτι την έννοια της πρόσληψης. Λέγοντας πρόσληψη εννοούμε πως τα αρχαία δραματικά κείμενα δεν εκφράζουν κάποια σταθερά μιας κοινωνίας αλλά οι ερμηνείες τους μεταβάλλονται ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες κάθε εποχής.
Η «Εκάβη», όπως παρουσιάζεται σκηνοθετικά, δεν έχει καμία δυνητική τοποθέτηση στη σύγχρονη εποχή. Θα μπορούσαμε καταχρηστικά να πούμε πως η συγκεκριμένη παράσταση άνετα «στεκόταν» στην δεκαετία του 1990, καθώς εκτός από την «βαριόμοιρη» ηρωίδα, ο χορός, αν και έχει συντονισμό στη γενική του εικόνα παρουσιάζει το ξεπερασμένο εθνοποιητικό χορικό που ίδρυσε ο Δ. Ροντήρης -εκ των πρώτων σκηνοθετών της Επιδαύρου- που προτάσσει τη διατήρηση της σταθεράς του ηρωικού παρελθόντος. Παράλληλα, οι ηθοποιοί λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο των «παγιωμένων» ερμηνευτικών -για αρχαία τραγωδία- πρακτικών (με διακεκομμένες τις φωνές, υποκριτική με κίνηση στο πάνω μέρος του σώματος κλπ).
Όσον αφορά το σκηνικό χώρο, όπως «στήθηκε» από τη Μαγδαληνή Αυγερινού έχει αρκετά θετικά στοιχεία και μαζί με την εξαιρετική μετάφραση από την Ελένη Βαροπούλου αποτελούν τα «δυνατά» σημεία της παράστασης. Ο τρόπος που παρουσιάζεται επί σκηνής ο μεταιχμιακός ου-τόπος της Τροίας με ένα κενό-ρημαγμένο σπίτι που «μπάζει» από παντού με πεσμένα μαρμάρινα σώματα-αγάλματα και πέτρες προσιδιάζει σε τάφους και κενά-ματαιόδοξα υλικά, φανερώνοντας την ταλάντευση στον κόσμο των ζωντανών με τους νεκρούς.
Τα κοστούμια αποδίδουν τη διάσταση των Αχαιών σφαγέων, καθώς οι Αχαιοί είναι ντυμένοι με μια ποδιά σαν αυτοί που έχουν οι σφαγείς στα κρεοπωλεία, ενώ ο Αγαμέμνονας παρουσιάζεται ειρωνικά με ρούχα κριτή από το masterchef. Οι γυναίκες είναι ντυμένες απλά λειτουργικά με λευκά εν είδει παραδοσιακού κλασικίζων χιτώνα, ενώ η Ελένη Κοκκίδου βαραίνει στο ρόλο της φορώντας κάτι σαν «ρόμπα» για να δειχθεί η εσωτερική διάσταση της γυναίκας στο σπίτι, προσδίδοντάς της όμως έτσι την εικόνα ρόλου από γνωστή τηλεοπτική σειρά που συμμετέχει. Η μουσική από τον Νίκο Γαλενιανό υπερτονίζει τις στιγμές χωρίς να ενοχλεί, ενώ παράλληλα ο φωτισμός από τον Αλέκο Αναστασίου είναι αρκετά λειτουργικός.
Σημαντικό είναι πως μέσα στην προσπάθεια της σκηνοθετικής «κανονικοποιητικής» νόρμας της παράστασης παγιδεύονται και οι ηθοποιοί, δίχως να καταφέρουν να μεταβιβάσουν την τραγική εμπειρία του κόσμου της Τροίας στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Επίσης, η παράσταση στηρίζεται στην Ελένη Κοκκίδου στο ρόλο της Εκάβης, η οποία φανερώνει ένα έλλειμμα φυσικής κατάστασης με στατικό παίξιμο κάτι το οποίο υποσκελίζει την όποια προσπάθεια της υποκριτικής φιγούρας της παράστασης. Μια αποτυχημένη προσπάθεια ρομαντικίζουσας αρχαιοελληνικής διάστασης από τον Ερίκκο Μηλιάρη ως Πολύδωρο και τον Αλέκο Συσσοβίτη καθώς και από το χορό, είναι το γεγονός των δραματικών παύσεων με το τράβηγμα των φωνηέντων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν την τραγική, πλην ξεπερασμένη όμως ερμηνεία. Βέβαια για να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, η κίνηση του χορού από τη Χαρά Κότσαλη είναι αρκετά δουλεμένη με καλό συντονισμό κινήσεων.
Από την άλλη μεριά, η Μαρίνα καλογήρου ως Πολυξένη ξεχωρίζει για το λιτό υποκριτικό ύφος καθώς «φανερώνει» την ερμηνεία της τραγικής μοίρας που περιμένει την Πολυξένη και ο Άκης Σακελλαρίου ο οποίος αποφεύγει της δραματικές παύσεις και το τράβηγμα των φωνηέντων που προαναφέραμε, αποδίδει ένα σοβαρό ρόλο κάτι που υποκριτικά ακολουθούν και ο Θανάσης Κουρλαμπάς ως Οδυσσέας και ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ως Ταλθύβιος.
Συμπερασματικά, η «Εκάβη» σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη παλιά φόρμα της κλασικίζουσας τραγωδίας χωρίς διάφωνο λόγο. Η στατικότητα των ερμηνειών, με εξαίρεση το χορό, δεν ξεφεύγει από την ξεπερασμένη βαριόμοιρη διηγητικότητα που βλέπαμε παλιότερες δεκαετίες, και δεν αποδίδει καμία σύγχρονη πνοή.