Μια ζωή σε αναμονή
«Είμαι σε μια αναμονή. Σε μια συνεχόμενη ατελείωτη αναμονή». Το σκεφτόταν ούσα σε μια αναμονή ιατρείου, περιμένοντας να την φωνάξουν για μια εξέταση και γελούσε μόνη της. «Αναμονή για να κάνω την εξέταση, αναμονή να δω το γιατρό, αναμονή για το αποτέλεσμα». Ένιωθε εξάντληση μόνο με τη σκέψη.
Κι έπειτα η καθημερινότητα, μήπως δεν είναι γεμάτη από αναμονές; αναμονή για το τρένο, αναμονή για το ραντεβού με τους φίλους, αναμονή να βρει το άλλο της μισό, αναμονή να βρει δουλειά, εν αναμονή γεγονότων κι εξελίξεων, αναμονή για ένα αβέβαιο μέλλον. Δεν ήταν από τους απαισιόδοξους ανθρώπους. Ήταν από εκείνους που έκαναν όνειρα και έβαζαν στόχους, που προσπαθούν να τους πραγματοποιήσουν, που δεν το έβαζαν κάτω στις δυσκολίες, που αυτοσαρκάζονταν και χαμογελούσαν εύκολα και πηγαία.
Ποτέ δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει ότι δεν έκανε τίποτα όσο περίμενε. Απλά ήθελε όσο μπορεί να έχει τον έλεγχο των καταστάσεων που την αφορούσαν. Αναγνώριζε τις καταστάσεις αναμονής, χωρίς όμως να μένει παθητική, για όσα τουλάχιστον περνούσαν από το χέρι της. Σε έναν κόσμο που αλλάζει, μεταβάλλεται και εξελίσσεται, το να μένει κανείς στάσιμος, έρμαιο των καταστάσεων και της «μοίρας» πολλές φορές είναι η εύκολη λύση. Ποτέ δεν ήταν των εύκολων λύσεων και δεν πίστευε ότι κάποια δύναμη πάνω από εκείνη όριζε τη ζωή της. Θεωρούσε την παθητικότητα αυτοκτονία, εχθρό της ύπαρξης και της δημιουργίας.
Η αναμονή της δημιουργούσε αβεβαιότητα και φόβο. Και η ανυπομονησία που την έπιανε πολλές φορές σίγουρα δεν βοηθούσε. Ένιωθε ότι βρισκόταν σε μια μαύρη τρύπα που την κατάπινε και την στροβίλιζε στον χωροχρόνο. Ειδικά σε σχέση με τις αναμονές που δεν εξαρτιόταν από το δικό της χέρι, την θύμωναν σε σημείο απελπισίας. Κάποιος είχε πει ότι η αναμονή της συμφοράς είναι πολλές φορές πιο τρομερή κι ανυπόφορη παρά η ίδια η συμφορά. Δεν είναι όμως παρά μόνο ένα παιχνίδι του μυαλού και θέλει τρομερή ψυχραιμία για να επιβληθεί ο έλεγχος των σκέψεων και των συναισθημάτων, κάτι που βέβαια δεν είναι πάντα εφικτό. Οπότε, μπαίνεις και στη διαδικασία ενός φαύλου κύκλου φόβου και παθητικότητας.
Βγαίνοντας στο δρόμο κοιτούσε τις σιδερένιες βέργες στις ταράτσες των σπιτιών, αναμονές τις έλεγαν, που έχασκαν σε μια ήδη υπάρχουσα κακοφωνία του τσιμεντένιου τοπίου. Περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να τεντωθούν, να χτιστούν, να ομορφύνουν, να γίνουν σπιτικό, να στεγάσουν ελπίδα. Αυτό θα έλεγε ότι είναι μια κρυφή εκδοχή της αναμονής. Η ελπίδα και η λαχτάρα που σου δημιουργεί η προσδοκία της. Με την ελπίδα ήταν σύμφωνη. Όπως και με τα χτυποκάρδια που σου δημιουργεί η αναμονή σε ραντεβού με κάποιον αγαπημένο. Μπορεί να είναι η πιο βασανιστική, αλλά όταν εκπληρώνεται είναι σίγουρα η πιο απολαυστική. «Μπορεί το σπιτικό να μην γίνει ποτέ και ο αγαπημένος να μην έρθει, αλλά κανείς δεν θα μου πάρει την ελπίδα διάολε!» Φώναξε και οι περαστικοί την κοιτούσαν με απορία.