Μήδειας τοπίο από τη Λέα Μαλένη
Η αττική τραγωδία τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, βάσιζε τις υποθέσεις των έργων της στις μυθικές ιστορίες ηρώων και οι τραγικοί ποιητές γνώριζαν πως το κοινό που απευθύνονταν -σε αντίθεση με σήμερα- ήταν εξοικειωμένο με την ποιητική και προφορική παράδοση. Η Μήδεια, στα αρχαία χρόνια είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε αρκετές ιστορίες, χωρίς να έχει επιβιώσει κάποιο συνθετικό έργο στο οποίο η Μήδεια να συμμετέχει με χρονική αλληλουχία. Έτσι βλέπουμε τον Ευριπίδη στη Μήδειά του να αναφέρει κάποια γεγονότα από το παρελθόν της χωρίς να εστιάζει στη λεπτομερειακή ανασύσταση του παρελθόντος της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Μήδεια να είναι μια βάρβαρη (αναφέρεται 4 φορές στο αρχαίο έργο) με μαγικές ικανότητες -είναι και μοτίβο στο έργο- που όμως εμφανίζονται ως μια πτυχή της προσωπικότητας της, χωρίς να μαθαίνουμε λεπτομέρειες για το πως διδάχθηκε τη μαγική τέχνη ή τη χρήση των μαγικών βοτάνων.
Στη Μήδεια σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη (την παρακολουθήσαμε στο πλαίσιο του διεθνούς φεστιβάλ Πάτρας) παρουσιάζεται μια άρτια δομημένη παράσταση εμπεριέχοντας όλες τις συνδηλώσεις που επιτάσσει το έργο· εξισορροπώντας τις αντίρροπες τάσεις του εσωτερικού της παράστασης, αναδεικνύοντας έτσι μια ομοιογένεια παρά το ετερόκλητο των εσωτερικών διακυμάνσεων των χαρακτήρων. Συγκεκριμένα, αναδεικνύει την απεικόνιση του γυναικείου φύλου και τη θέση της γυναικάς στην αρχαία Αθήνα, καθώς και τις σχέσεις του κοινωνικού εξουσιαστικού λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «καλής σκηνοθετικής δουλειάς» είναι ο Αγών Λόγος (δομικό χαρακτηριστικό του έργου) όπου φανερώνεται, σε σύγκλιση με το αρχαίο έργο, ο τρόπος που ο Ιάσονας χρησιμοποιεί την ικεσία, την πειθώ και το ερωτικό δέλεαρ· ενώ παράλληλα η σκηνοθέτις αφήνει να υπαινιχθεί και ανάμειξη των θεών στη μοίρα των ανθρώπων με την υποφώσκουσα Κύπριδα (Αφροδίτη). Τέλος, «στήνει» τη Μήδεια ως μια δυναμική προσωπικότητα που σώζει την Αργώ, κάτι το οποίο αντλεί από τον 13ο “Ολυμπιόνικο” του Πινδάρου.
Στα υπέρ της δραματουργικής επεξεργασίας από την Λέα Μαλένη είναι η σημειολογία της παράστασης ως εργαλείο κατανόησης. Συγκεκριμένα στον σκηνικό χώρο υπάρχουν αλογάκια από καρουζέλ και ο γυναικείος χορός έχει μόνιμα στη σκευή του μια κούκλα-μωρό ως επίκληση στο συναίσθημα των θεατών, ενώ παράλληλα, οι ηθοποιοί, εν είδει μπρεχτικής αποστασιοποίησης όταν τελειώνει ο ρόλο τους στη σκηνή δεν πηγαίνουν στα καμαρίνια, αλλά κάθονταν σε καρέκλες αριστερά και δεξιά του σκηνικού χώρου, βλέποντας ως άλλοι θεατές την παράσταση. Επίσης, σε μια θέση υπάρχει το χρυσόμαλλο δέρας και στιγμές στιγμές, οι καθήμενοι ηθοποιοί ανάλογα με την εξέλιξη της παράστασης κάνουν κάποιες συμπαραδηλωτικές κινήσεις, διευκολύνοντας την ανάγνωση του νοήματος. Ξεχωρίζει η είσοδος της Μαρίας Κίτσου στην υπερυψωμένη σκηνή περπατώντας στα τέσσερα, με ανοιχτά χέρια προσιδιάζοντας την κίνηση της αράχνης με παράλληλη σημαίνουσα αισθητηριακή συμπεριφορά αράχνης, ώστε να προάγει τη Μήδεια ως μια «δηλητηριώδη» προσωπικότητα, που θα παγιδεύσει στον ιστό της τον Ιάσονα. Αρκετά δυναμική είναι και η σκηνή του θανάτου της κόρης του Κρέοντα με την Κίτσου να εμφανίζεται με μαύρο πέπλο δείχνοντας ότι αυτή είναι πίσω απ όλα και στο τέλος με διάδημα ακτινών δείχνοντας την καταγωγή της από τον ήλιο.
Κυρίαρχο ρόλο στην παράσταση παίζει η εξαιρετική σκηνογραφία από τον Γιώργο Γαβαλά με μαύρα κομμάτια στη σκηνή εν είδει κάρβουνων, τάβλες ενός ρημαγμένου σπιτιού και το κυριότερο ένα υπερυψωμένο παράπηγμα με ένα δίπυλο προσιδιάζοντας σε κρανίου τόπου με τους δυο σταυρούς ενώ ο τρίτος σταυρός είναι συνδηλωτικά η ίδια η Μήδεια. Άξιο αναφοράς είναι πως ο χορός μετακινεί τις τάβλες κάθε φορά που περπατά ο Ιάσονας ή ο Κρέοντας, ώστε να μην πατάνε στα εικονικά κάρβουνα προκαλώντας μια εικονική εγγύτητα ανώτερης καταγωγής των.
Τα κοστούμια από την Κλαίρ Μπρέισγουελ βοηθούν τη σημειολογική κατανόηση και αποδίδουν εξαιρετικά τον κοινωνικό ρόλο των προσώπων, ξεχωρίζει το μαύρο σαν κουρέλι κοστούμι της Μήδειας που αποδίδει τη συναισθηματική κατάσταση του αληθινού «εγώ» της. Παράλληλα η κίνηση από την Φρόσω Κορρού βοηθά την αναπαράσταση του ψυχισμού των ηρώων ενώ η μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη αποδίδει αρκετά λειτουργικά τη γλωσσική διαύγεια της Ευριπίδειας τραγωδίας με τα τραβηγμένα σύμφωνα. Επίσης, η μουσική από τον Θέμη Καραμουρατίδη και η μουσική διδασκαλία από τον Χρίστο Θεοδώρου επιτονίζουν τη συναισθηματική κατάσταση της τραγωδίας.
Στο υποκριτικό κομμάτι, η Μαρία Κίτσου «λάμπει» ως Μήδεια, με προσωδιακό λόγο και εξαιρετική σωματοποίηση δείχνοντας μια «άγρια» σωματική υπόσταση όπως επιτάσσει ο ρόλος μιας εξόριστης γυναίκας που βάλλεται πανταχόθεν. Ο Φάνης Μουρατίδης, αποδίδει εξαιρετικά τον θρασύ και ολοθυμικό χαρακτήρα του Ιάσονα, με πλήρη ανταπόκριση σε κάθε ερέθισμα του ρόλου. Η Ελένη Καστάνη στο ρόλο της τροφού επιδεικνύει πλήρη ισορροπία των δραματικών τόνων, όπως και ο Θοδωρής Κατσαφάδος ως παιδαγωγός. Δεν υστερούν σε απόδοση και ο Βαγγέλης Αλεξανδρής ως Αιγέας και ο Λαέρτης Μαλκότσης ως Κρέοντας και ο Αλμπέρτο Φάις ως Άγγελος ισορροπώντας εκπληκτικά στους ρόλους τους.
Συμπερασματικά, η Μήδεια σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη είναι μια αξιοσημείωτη παράσταση πού αποδίδει εξαιρετικά την ιδεατή εικόνα της Μήδειας που έχουμε όλοι στην αντίληψή μας, χωρίς τους κλασικίζοντες βαριόμοιρους οδυρμούς, προβάλλοντας την εξόριστη, μάγισσα βάρβαρη «άλλη» Μήδεια, εξόριστη πρώτα από τον εαυτό της εξαιτίας του Ιάσονα, μάγισσα για να τον φέρει κοντά της και βάρβαρη γιατί δεν αξίζει να «πατάει» ελληνική γη.