tetartopress

«Μικρή ιστορία για ένα φόνο» του Κισλόφσκι – Σκοτεινό αριστούργημα για τυχαίους, προμελετημένους και κρατικούς φόνους


“Μικρή ιστορία για ένα φόνο” (“Krótki film o zabijaniu” / “A short film about killing”).
Σκηνοθεσία: Κριστόφ Κισλόφσκι.
Πρωταγωνιστούν: Μιροσλάβ Μπάκα, Κριστόφ Γκλόμπις, Γιαν Τεσάρζ.
Πολωνία 1988.

* Η ταινία είναι διαθέσιμη και στο cinobo. Το κείμενο περιέχει spoilers.

Ο 21χρονος Γιάτσεκ περιφερόταν στη Βαρσοβία αναζητώντας κάτι να του προσφέρει ευχαρίστηση, ανέκφραστος, απαθής, θαρρείς με τη βεβαιότητα της απουσίας νοήματος για όλα γύρω του- και για τη ζωή του. Για λίγο διασκέδασε ρίχνοντας μεγάλες πέτρες από ψηλά στον αυτοκινητόδρομο κι απολαμβάνοντας τη ζημιά που προξένησε, και ρίχνοντας κάτω έναν άντρα στα δημόσια ουρητήρια αφού πρώτα τον ξεγέλασε χαμογελώντας του φιλικά. Δεν πάσχει μόνο ο Γιάτσεκ απ’ αυτήν την ύπουλη ασθένεια θαρρείς που εκδηλώνεται με διαφορετικά συμπτώματα: ένας ταξιτζής αφήνει σαδιστικά πελάτες να ξεροσταλιάζουν στο κρύο χωρίς τελικά να τους παίρνει κούρσα, μια νεαρή ταμίας στον κινηματογράφο απαντά με το ζόρι στις ερωτήσεις του Γιάτσεκ, ένοπλοι αστυνομικοί ενδιαφέρονται μόνο για την αλλαγή της βάρδιας κι όχι για ό,τι συμβαίνει στους δρόμους, πολύπειροι δικαστικοί υπερασπίζονται τη θανατική ποινή ενώ δεν μπορεί παρά να γνωρίζουν πια ότι δεν αποτρέπει τους φόνους ή αντιμετωπίζουν τη θλίψη ενός νεότερου, ιδεαλιστή δικηγόρου για την θανατική καταδίκη τού πελάτη του μιλώντας για μια απαραίτητη ενηλικίωσή του- η γνωστή, κυρίαρχη άποψη είναι ότι δεν ωριμάζουμε παρά μόνο αποδεχόμενοι τη σκληρή πραγματικότητα ως δεδομένη, ως φυσική- οι κρατικοί υπάλληλοι στη φυλακή εκτελούν γραφειοκρατικά τη δουλειά τους σαν να μην έχουν ανθρώπους μπροστά τους. Μια κοινωνία ψυχικά καταβεβλημένων ανθρώπων χωρίς διάθεση να συγχωρέσει και χωρίς επίγνωση, πολίτες που διψούν για επίδειξη ισχύος κι αυθεντίας, που ταπεινώνουν ή προκαλούν πόνο μέχρις εκεί που δεν διακινδυνεύουν να γίνουν αντιληπτοί, που αδιαφορούν για τις συνέπειες της στάσης τους στους άλλους, που υιοθετούν τον κυνισμό και τον ατομικισμό ως τη μόνη ρεαλιστική στάση- κρίνοντας, πιθανώς, τη θανατική ποινή ως δίκαιη ώστε να τονίζεται η πεποίθηση της ηθικής τους υπεροχής. Και, τα παιδιά να μιμούνται τη βία των ενηλίκων διασκεδάζοντας να απαγχονίζουν γάτες, σαν η καταστροφικότητα να είναι η μόνη δίοδος που τους αφέθηκε για να τα βγάζουν πέρα με την απογοήτευση και να εκφράζουν τον θυμό τους.

Ο θανατοποινίτης Γιάτσεκ ξαφνιάζεται όταν ο συνήγορός του τον φωνάζει με το όνομά του- ο πρώτος άνθρωπος που του απευθύνεται ονομαστικά, που θαρρείς  ότι αναγνωρίζει την ύπαρξη προσωπικής του υπόστασης. Μαθαίνοντας το όνομα του νεαρού, περίπου στη μέση της ταινίας, συνειδητοποιούμε ότι τον αντιμετωπίζαμε αποανθρωποποιημένα, σαν ένα τέρας, μέσα στον αποτροπιασμό μας για το στυγερό έγκλημα που διέπραξε, ότι δεχόμασταν να χάνεται η ανθρώπινη υπόστασή του μέσα στον χαρακτηρισμό του “δολοφόνου” (η καταφρόνια μας απέναντι στους δολοφόνους… έχει πει ο Γιούνγκ : “…ακόμη κι αν δεν είμαστε τα όργανα του εγκλήματος, θα είμαστε πάντοτε εν δυνάμει εγκληματίες χάρη στην ανθρώπινη φύση μας όπου στην πραγματικότητα, λείπει η κατάλληλη ευκαιρία για να χαθούμε σε μια κολασμένη συμπλοκή… Είναι ανυπόφορη η σκέψη πως πρέπει να αναλάβουμε τις προσωπικές ευθύνες όλης αυτής της ενοχής. Γι’ αυτό, προτιμάμε να αντικαθιστούμε το κακό με εγκληματίες ή ομάδες εγκληματιών…“). Η γνώση ενός ονόματος κάνει διακριτό έναν άνθρωπο ανάμεσα στους άλλους και μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον για το ποιος είναι, τι έχει ζήσει, την ψυχοσύνθεσή του. Έχοντας προσωποποιήσει τον Γιάτσεκ με το όνομά του, είναι φυσικό για τον Πιοτρ να τον ακούσει πρόθυμα, συμπονετικά, να του προσφέρει τη δυνατότητα να μιλήσει για το πως μεγάλωσε, πως βρέθηκε από το χωριό στην πόλη, τα τραύματα και τις ενοχές που κουβαλά. Άραγε, ποιον διαφορετικό δρόμο θα μπορούσε να είχε πάρει η ζωή του αν μπορούσε να μοιράζεται τη μοναξιά του ώστε να απομακρύνεται από την έλξη του κακού, από τη θεώρηση του φόνου ως δυνατότητα; Ο ιδεαλιστής Πιοτρ, σαν σύμβολο του απωθημένου μας εαυτού που ονειρευόταν έναν άλλον κόσμο διαβεβαιώνοντας με συγκίνηση ότι θα μπορούσε και να θυσιαστεί για την έλευσή του, μας προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε ότι ο νεαρός είναι ένας χαμένος άνθρωπος κι όχι ένα τέρας.


Όσα αφηγείται ο Γιάτσεκ δεν διαφωτίζουν τα κίνητρά του, κυρίως δεν χρησιμοποιούνται στην ταινία για να αναιρέσουν την προσωπική του ευθύνη. Ο Κισλόφσκι δεν δικαιολογεί τον φόνο που διαπράττει ο Γιάτσεκ- και, βέβαια, δεν δικαιολογεί τη θανατική καταδίκη που τού επιβάλλεται- απορρίπτει τον ολοφάνερο παραλογισμό της ποινής του όπου ένας φόνος τιμωρεί έναν άλλον φόνο αναδιπλασιάζοντας τη φρίκη: “Ήθελα να γυρίσω αυτήν την ταινία ακριβώς γιατί όλα αυτά (αναφερόμενος στη θανατική ποινή) γίνονται εξ ονόματός μου, γιατί είμαι μέλος αυτής της κοινωνίας, πολίτης αυτής της χώρας. Και δεν θέλω να συμβαίνει αυτό…“- η ταινία, μάλιστα, συντέλεσε στην κατάργηση της θανατικής ποινής στην Πολωνία. Όμως, ακόμα και σήμερα που ισχύει μόνο σε 55 κράτη (με πιο πιστά στην εφαρμογή της, τις ΗΠΑ, την Κίνα και ορισμένα Μουσουλμανικά κράτη), το ερώτημα παραμένει: πόσα ακόμα κάνει το κράτος εξ ονόματός μας παρά το ότι διαφωνούμε μ’ αυτά και ποια είναι η προσωπική μας ευθύνη; Γιατί δεν έχει γίνει κατανοητό ότι οι τιμωρητικοί νόμοι που χρησιμοποιούνται ως κύριο, αν όχι μόνο, μέσο σωφρονισμού, ουσιαστικά είναι απρόσωπες “θεραπείες” που, τελικά, τροφοδοτούν την αντίδραση στον φόβο που επιβάλλεται, ωθώντας σε τρόπους που δεν κάνουν αντιληπτές τις αντικοινωνικές πράξεις; Γιατί δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό ότι αυτό που πάντα επιδιώκεται, είναι η νομιμοποίηση της κρατικής βίας ως τη μόνη αποδεκτή βία; Και γιατί αποδεχόμαστε την απομόνωση των δραστών και τον στιγματισμό τους; Πώς αισθανόμαστε βλέποντας τους φύλακες να ορμούν στον Γιάτσεκ σαν αγέλη ζώων στο άκουσμα της εντολής να τον οδηγήσουν στην εκτέλεση ή παρατηρώντας τον ιερέα να παρηγορεί τον Γιάτσεκ που ανθρώπινα παραδίδεται στον τρόμο, σχηματίζοντας τον σταυρό στο μέτωπό του μόνο;

Ο Κισλόφσκι δεν καταφεύγει σε απαντήσεις για τα αίτια του φόνου- δεν θα έπρεπε, τουλάχιστον, να έχει γίνει πια κατανοητή η αχανής απόσταση ανάμεσα στις απαντήσεις που έχουμε δεδομένες για την πραγματικότητα της βίας και σ’ αυτήν την πραγματικότητα που εξακολουθεί να κυριαρχεί; Σέπια χρώματα, κιτρινωπές αποχρώσεις, σκοτεινά φίλτρα που συρρικνώνουν ασφυκτικά το οπτικό μας πεδίο στερώντας τη δυνατότητα διαφυγής στο βλέμμα μας από όσα ανυπόφορα απεικονίζονται, από μια κόλαση που έχουμε συνηθίσει χαρακτηρίζοντάς την ως μουντή καθημερινότητα, θεωρώντας την ως φυσική κατάσταση, ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο (εκπληκτική η δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Σλάβομιρ Ίντζιακ) με οριστική έκλειψη ηλίου θαρρείς, σαν απόρροια της αποτυχίας μας να χτίσουμε ή να διατηρήσουμε κοινωνίες αλληλεγγύης. Δεν δραματοποιεί παρά είναι διεισδυτικός και καίριος, με σφιχτή και συμπυκνωμένη δραματουργική δομή- είναι χαρακτηριστικό ότι παραλείπεται η δίκη και η ανακοίνωση της καταδίκης υπονοώντας το δεδομένο της δικαστικής απόφασης. Απαισιόδοξη αλλά ανθρώπινη ταινία, από τις αγαπημένες μας στη φιλμογραφία του μεγάλου Κισλόφσκι, μια ταινία που μας στοιχειώνει.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Σκιαδαρέσες και Usurum live στην Πάτρα

Σκιαδαρέσες και Usurum live στην Πάτρα

7 οι Usurum και 5 οι Σκιαδαρέσες μας κάνουν 12. Ε, δεν μπορεί κάποιος από όλους θα σας αρέσει! Σας ...
Ένας ελέφαντας με ρεντιγκότα

Ξένια Μαρίνου «Ένας ελέφαντας με ρεντιγκότα»

Το βιβλίο επιχειρεί μια διαφορετική τοιχογραφία των πρώτων τριάντα χρόνων της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, εστιάζοντας στην ανασυγκρότηση και στον τρόπο ...
Wu Ming «Αλτάι»

Wu Ming «Αλτάι»

Βενετία, 1569. Ένα μπουμπουνητό συγκλονίζει τη νύχτα, ο ουρανός είναι κόκκινος και επικρέμαται απειλητικά πάνω από τη λιμνοθάλασσα: είναι η ...
Ηρακλής Παναγούλης «Ανεβοκατεβαίνοντας κλίμακες»

Ηρακλής Παναγούλης «Ανεβοκατεβαίνοντας κλίμακες»

Τρεις χρόνοι, τρεις γεωγραφίες. Δρόμοι, διαδρομές και δίκτυα στην Πελοπόννησο του 18ου αιώνα, στη μεταπολεμική Δίβρη Ηλείας, στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 213 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top