tetartopress

«Μούχλα» – Ο ατέλειωτος χρόνος της αναμονής κι ο ακόμα πιο ατέλειωτος χρόνος μετά το τέλος της αναμονής

MV5BMTE2ZDdlMGItYjgzOS00NmY1LThhNTMtNmQ2YWE0M2ZhZDI3XkEyXkFqcGdeQXVyNDYwNjc5MTI@._V1_SY1000_SX1500_AL_


“Μούχλα” (Küf)
Σκηνοθεσία: Αλί Αϊντίν / Ali Aydın
Ηθοποιοί: Ercan Kesal, Muhammet Uzuner, Tansu Bicer
Γερμανία – Τουρκία, 2012.
(Προβολή στο αφιέρωμα «Ημέρες Τουρκικού Κινηματογράφου #2» στη Θεσσαλονίκη)

Άραγε μια πολύχρονη, 18 χρόνων, αναζήτηση ενός χαμένου παιδιού, αυτό το πέρασμα του χρόνου πως να βιώνεται από ένα γονιό; Οι πιθανότητες ανεύρεσής του όλο και μειώνονται, λόγω όλου αυτού του χρόνου που έχει πια περάσει χωρίς να έχει μάθει κάτι – και λόγω της αιτίας: πόσο μπορεί να ελπίζει ένας γονιός όταν το παιδί του είχε εξαφανιστεί σε μια περίοδο που γίνονταν αθρόες συλλήψεις όσων κατηγορούνταν για αντικαθεστωτική δράση από μια στρατοκρατική εξουσία; Πως να βιώνεται το ξημέρωμα μιας καινούριας μέρας αναμονής όταν ενώ φαίνεται να είχε τελειώνει η ελπίδα, κι όμως αρχίζει πάλι, κάθε φορά, ο χρόνος να μετράει από την αρχή χωρίς να έχει ξεχαστεί αυτός που έχει ήδη περάσει; Μια απελπισμένη αναμονή που εξελίσσεται πρώτα σ’ ένα ιερό γονεϊκό χρέος και, τέλος, στον ίδιο το σκοπό της ζωής και σ’ ένα πανανθρώπινο ηθικό χρέος; Κι αυτός ο ιερός σκοπός που διατηρεί ζωντανό έναν γονιό, ταυτόχρονα, πόσο να τον κατατρώει εσωτερικά, αργά, ανεπαίσθητα; Πως να είναι η ζωή αυτού του γονιού που αυτό που είναι πια ο σκοπός της ζωής του, είναι ταυτόχρονα κι ο αργός του θάνατος; Κι όταν οι πιθανότητες ολοένα και δείχνουν ένα κακό τέλος, άραγε τότε τι να είναι πιο ανακουφιστικό, ή λιγότερο βασανιστικό, το να περιμένεις ή το να μάθεις;

MV5BMzE0YWQ1ZjktOTg2YS00MWEzLTkxOTgtZTliMTg4MGRhYTc0XkEyXkFqcGdeQXVyNDYwNjc5MTI@._V1_SX1777_CR0,0,1777,961_AL_


Ένας 55χρονος εργάτης στις σιδηροδρομικές γραμμές, κάπου στα βάθη της Ανατολίας. Μηχανήματα, βαγόνια, γραμμές, όλα σε μια κατάσταση μόνιμης ανάγκης επιδιορθώσεων. Επιδιορθώνονται μέχρι να ξαναχαλάσουν. Μια προϊούσα φθορά που δεν θα τελειώσει όμως ποτέ. Ένα Σισύφειο μαρτύριο που λες κι αντανακλά το εσωτερικό δράμα του γονιού. Ένα τρανζίστορ που ακούει καθημερινά με την ελπίδα ότι θα μάθει κάποιο νέο κι η συχνή υποβολή ερωτηματικών επιστολών προς τις αρχές, είναι τα μόνα που συνδέουν τη συρρικνωμένη συνείδησή του με τον έξω κόσμο που ζει μαζί του, δίπλα του και παράλληλά του. Μια ζωή γεμάτη από καθημερινές μοναχικές περιπλανήσεις και επιθεωρήσεις στον απομακρυσμένο σιδηροδρομικό σταθμό κι από συχνές επισκέψεις στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του. Αυτή η επιμονή του γονιού ν’ αγωνιά για το χαμένο του γιό χωρίς να δίνει καμία σημασία στην αντικαθεστωτική δράση του, όπως θα όφειλε, από την άλλη πλευρά, σαν νομοταγής πολίτης που θα έπρεπε να διαφωνεί με κάθε παρόμοια δράση σαν αυτή του παιδιού του, καθιστά τελικά τον ίδιο το γονιό ύποπτο και κατηγορούμενο γιατί επιμένει να θυμάται, επιμένει να αναζητάει, να μάθει, επιμένει να ζει για ένα σκοπό σε μια χώρα που θέλει να επιβάλει την τιμωρία και τη λήθη.

Αργός ρυθμός, μακρόσυρτα πλάνα, μια αίσθηση βραδυφλεγούς έκρηξης που δεν θα συμβεί ποτέ τελικά, θλίψη που διαχέεται παντού, σε κάθε πλάνο, σε κάθε διάλογο, σε κάθε βλέμμα που ανταλλάσσεται, οι ήχοι των παλιών τραίνων και των μηχανημάτων που λες κι εκφράζουν εκείνα όλη την κρυφή αγωνία που έχουν πνίξει κι απωθήσει μέσα τους οι άνθρωποι που τα φροντίζουν, σαν να ζωντανεύουν αυτά αντί για τους ανθρώπους, μια ατμόσφαιρα ενός τόσο βέβαιου πένθους που παρά την απουσία ακόμα της επιβεβαίωσης για την οριστική απώλεια, έχει ήδη αρχίσει να βιώνεται εσωτερικά, πριν την αρχή της άλλης ζωής, της επόμενης, της πιο ατέλειωτης από την προηγούμενης της αναμονής κάποιου νέου, όπου δεν θα θυμάται πια το πότε είχε αρχίσει αφού όλα θα είχαν πια τελειώσει. Ένας δεξιοτεχνικός μινιμαλιστικός αποπνιγμός. Μα πάνω απ’ όλα όμως, ένας μοναχικός, στωικός, ένας Ντοστογιεφσκικός και μαζί Σισύφειος ήρωας, σε μια αξέχαστη, βαθύτατα εσωτερική ερμηνεία του Ερκάν Κεσάλ, με το βλέμμα του να εξωτερικεύει όλη τη συσσωρευμένη ένταση ενός σώματος που κινείται θαρρείς μηχανικά πια και μιας ομιλίας που εκφράζεται με όλο και λιγότερες λέξεις πια.


* Το κίνημα των «μητέρων του Σαββάτου» στην Τουρκία αποτελείτο από γυναίκες κυρίως που συγκεντρώνονταν κάθε Σάββατο μεσημέρι στην περιοχή του Γαλατά με τις φωτογραφίες των γιων τους και σιωπηλά διαμαρτύρονταν γι’ αυτούς τους αγνοούμενους δικούς τους ανθρώπους που είχαν χαθεί τα ίχνη τους κατά τη διάρκεια της Τουρκικής διακυβέρνησης από το στρατό τη 10ετία του 1980. Το 2014 έκαναν την 500στή τους σιωπηλή διαμαρτυρία. Από 30 ανθρώπους που συμμετείχαν στην πρώτη βουβή διαμαρτυρία το 1995, ο αριθμός τους έφτασε να αγγίζει τις αρκετές χιλιάδες όσο αυτές οι διαμαρτυρίες πύκνωναν. Το 2018 οι Τουρκικές αρχές ανακοίνωσαν την απαγόρευση των διαμαρτυριών του κινήματος και κατά την 700στή βουβή στάση, η αστυνομία επιτέθηκε και συνέλαβε πολλές γυναίκες. Ας το συνειδητοποιήσουμε όλο αυτό για μια στιγμή, το θάρρος της διαμαρτυρίας, τον ατέλειωτο πόνο της απώλειας, το μοίρασμά του με τους άλλους που πάσχουν το ίδιο: επί 23 χρόνια, κάθε Σάββατο, 700 βουβές διαμαρτυρίες σ’ ένα σκληρό στρατοκρατικό καθεστώς.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top