Να σπάσει λίγο το σκοτάδι…

Ένα δρομάκι μικρό, κρυμμένο στην άκρη της πόλης, σχεδόν απαρατήρητο. Η ζωντάνια και η βοή του κέντρου δεν φαινόταν να το αγγίζει. Οι πεζοί το απέφευγαν, αφού ούτε μαγαζιά είχε, ούτε βιτρίνες στολισμένες. Μακριά από γνώριμες μουσικές και έντονες συζητήσεις. Μόνο λίγα αυτοκίνητα, παρκαρισμένα άτσαλα κι αυτά, μιας και δεν τα χώραγε ο τόπος. Ο φωτισμός ελάχιστος, ίσα μια λάμπα παλιά, βιδωμένη σε μια γκρίζα κολώνα έριχνε το αχνό φως της, να σπάσει λίγο το σκοτάδι.
Σε εκείνο το δρομάκι, κάτω από το ημίφως, περπατούσε με αργό, αβέβαιο βηματισμό. Λες και κάτι τον κρατούσε. Λες και δεν ήξερε αν ήταν σωστή η κατεύθυνση που είχε πάρει. Σαν να ήθελε να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω, να πει δυο κουβέντες ακόμα, να εξηγήσει τα ανεξήγητα, να κάνει λέξεις τις ανάσες, να διαλύσει την ομίχλη του δειλινού. Μα δεν το έκανε. Με ένα διστακτικό ρυθμό του κεφαλιού συνέχιζε σκυφτός, σε πλήρη αντίθεση με το στητό του σώμα που πρόδιδε ανδρεία και ρώμη. Δεν ξέρει όμως από τέτοια το βάρος της ψυχής. Λυγίζει όταν πέφτει και τον πιο δυνατό.
Τα δυο της μαύρα μάτια σταθερά καρφωμένα πάνω του. Κάθε του βήμα μακριά της, μια τομή στην καρδιά, ένας ακόμα μικρός τεκτονικός σεισμός, που ράγιζε το τείχος της. Εκείνο το τείχος της που το λογάριαζε ως τότε αδιαπέραστο, αράγιστο. Γυάλιζαν σαν μικρά αστεράκια τα δάκρυα στα μάγουλά της. Θέριεψε ξαφνικά η σκιά της. Ζωντάνεψε. Σα λαβωμένο αγρίμι σπάραζε, φώναζε, άφησε σύξυλο το σώμα κι έτρεχε με χέρια απλωμένα να τον προλάβει. Να του ζητήσει να μείνει ακόμη λίγο κοντά της. Να χαθεί στην αγκαλιά του, να μείνει εκεί κρυμμένη από τα πρέπει και τα μη.
Το φως της παλιάς σκουριασμένης λάμπας αχνόφεγγε από πάνω τους. Τους φώτιζε, τους κοίταζε κι απορούσε. Πώς γινόταν, αναρωτιόταν, πώς γινόταν να σπαρταρά η σκιά την ίδια ώρα που το κορμί έμενε αποσβολωμένο κι ασάλευτο. Κάποιο λάθος σκέφτηκε, κάποιο δικό του παιχνίδισμα, κάποια αστοχία της θαμπής του λάμψης θα έφταιγε. Τόσα χρόνια, σε τούτο το στενό, τέτοιο πράγμα δεν του είχε ξανατύχει. Σκιές και σώματα ήξερε να τα ξεχωρίζει. Τι έγινε τώρα; Τι άλλαξε;
Δεν φώτιζε, δεν έφεγγε φαίνεται σωστά. Ή πάλι έφταιγε που είχε κι αυτό θαμπώσει από μια εσπερινή υγρασία αλλόκοτη.
Δεν άντεξε. Δεν ήθελε να βλέπει. Έσβησε.