tetartopress

«Νύχτα της φωτιάς» της Τατιάνα Χουέζο – Η άλλη πραγματικότητα που σκηνοθετούν τα παιδιά κι ο ενήλικος κύκλος του αίματος


«Νύχτα της φωτιάς» (Noche de fuego/ Prayers for the stolen).
Σκηνοθεσία: Τατιάνα Χουέζο.
Πρωταγωνιστούν: Μαρία Μεμπρένιο, Μάιρα Μπατάγια, Αλεχάντρα Καμάτσο, Χιζέλ Μπαρρέρα Σάντσεζ.
Μεξικό, 2021.

Με δάκρυα αποχωρίζεται η μικρή Άνα τα μακριά της μαλλιά. Η μητέρα της εξηγεί ότι θ’ αποφύγει τις ψείρες, προσθέτοντας, θλιμμένα μετά τόσα χρόνια, ότι κι εκείνης της είχαν κόψει τα μαλλιά, όμως ο πόνος, ο θυμός και η ντροπή του παιδιού δεν κατευνάζονται. Δίπλα στην Άνα, κρατώντας τα χέρια τους, η Πάουλα υπόκειται το ίδιο μαρτύριο. Η Μαρία, η τρίτη κολλητή, γεννημένη με μια έντονη ουλή στα χείλη, τη γλυτώνει – η απάντηση είναι ότι οι ψείρες την αποφεύγουν γιατί έχει πικρό αίμα. Οι γυναίκες τα καθησυχάζουν ότι τα μαλλιά ξαναμεγαλώνουν, όμως τα κορίτσια θα αναγκάζονται να τα έχουν κουρεμένα κοντά και στην εφηβεία τους, σαν των αγοριών.

Η Πάουλα κρύβεται φοβισμένη κάτω από το σεντόνι σ’ ένα δωμάτιο λουσμένο στο κόκκινο φως, ακούγοντας απειλητικούς θορύβους ξένων στο σπίτι. “Ξέρουμε ότι είσαι εδώ. Θα πεθάνεις”, το σεντόνι τραβιέται και οι τρεις φίλες γελάνε: τα παιδιά εξωτερικεύουν τους φόβους τους αναπαριστάνοντάς τους στην περιοχή όπου συναντιούνται ο πραγματικός κόσμος που νιώθουν ασφαλή με τους φίλους και φίλες τους, κι ένας δικός τους όπου σκηνοθετούν μια άλλη πραγματικότητα με τη φαντασία και τους συμβολισμούς του παιχνιδιού, ενσαρκώνουν ρόλους, συνειδητοποιούν τα συναισθήματά τους εντάσσοντάς τα στην προσωπικότητά τους. Ανάμεσα σε ανεξήγητες απαγορεύσεις για το βάψιμο των χειλιών,  ξαφνικές παραιτήσεις δασκάλων, μόνιμες διαβεβαιώσεις των μητέρων ότι οι αναπάντεχες εξαφανίσεις συγχωριανών οφείλονται στην επιθυμία τους να ζήσουν αλλού κι όχι στον κίνδυνο εγκληματικών πράξεων όπως διαδίδεται, για τα κορίτσια σ’ αυτήν την περιοχή, οι γνώριμοι φόβοι της παιδικής ηλικίας έχουν υποχωρήσει μπροστά στον φόβο ενός αόρατου κακού που η ύπαρξή του βεβαιώνεται από τις μητέρες τους χωρίς να αποσαφηνίζεται (διαισθάνονται, ωστόσο, ότι κάτι αποκρύπτεται βλέποντας τα άδεια πια σπίτια όπου έχει σταματήσει ο χρόνος, με το φαγητό στο τραπέζι, ρούχα και παιχνίδια στο χωμάτινο πάτωμα και τα παρατημένα ζωντανά και μαγνητίζονται απ’ αυτές τις εικόνες όσο κι αν φοβούνται). Πως να εξηγηθούν θανάσιμοι κίνδυνοι στα παιδιά που δεν μπορούν να κατανοήσουν και χωρίς να κλονιστεί η χαρά της ζωής τους;

Ένα φτωχικό χωριό στο Μεξικό στο έλεος των καρτέλ ναρκωτικών που οι αρχές είτε αδυνατούν να καταστείλουν είτε διαπλέκονται μ’ αυτά. Όλοι οι κάτοικοι εργάζονται στους αγρούς με τις παπαρούνες για λογαριασμό των καρτέλ, συλλέγοντας το όπιο έναντι πενιχρής αμοιβής (εκτός των  αντρών σε παραγωγική ηλικία που έχουν μεταναστεύσει- χωρίς, όμως, όλοι να στέλνουν χρήματα). Πόσο να χωρέσει στη σκέψη τους ν’ αρνηθούν αυτήν την εργασία που άθελά τους συμβάλλει στο έγκλημα (και τον πλουτισμό) των λίγων σε βάρος των πολλών, όταν κυριαρχεί η ένδεια; Μεγαλόπρεπα τα κατάφυτα βουνά, η ανοιχτωσιά του ορίζοντα, οι υπέροχες κόκκινες παπαρούνες, όμως η ομορφιά του κόσμου δεν γαληνεύει, δεν φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον εαυτό του όταν η ζωή ορίζεται από την ανάγκη της επιβίωσης. Η αιώνια ομορφιά της φύσης και τα διαχρονικά βάσανα των ανθρώπων στις κοινωνίες των ανισοτήτων, ο φυσικός κύκλος της ζωής και ο ανθρώπινος κύκλος της καταπίεσης και του αίματος… Τα κρατικά ελικόπτερα χρηματισμένα από τα καρτέλ, δεν ψεκάζουν τα χημικά στους αγρούς ώστε να χτυπηθεί το εμπόριο ναρκωτικών, αντίθετα τα ρίχνουν στο χωριό. Ένα κορίτσι βρέχεται από το τοξικό υγρό, το σώμα του κοκκινίζει και τρέχει απεγνωσμένα προς τους αγρούς, θυμίζοντας τη διάσημη φωτογραφία του γυμνού κοριτσιού στο Βιετνάμ που έτρεχε ουρλιάζοντας με καμμένο το σώμα του από τις βόμβες ναπάλμ των αμερικανικών αεροπλάνων.


Όταν οι μητέρες αντιλαμβάνονται από μακριά τα τζιπ των καρτέλ να κατευθύνονται προς το σπίτι τους, δίνουν τρομοκρατημένα εντολή στα κορίτσια να κρυφτούν σε σκαμμένους λάκκους στις αυλές γιατί γνωρίζουν ότι θα οδηγηθούν στην πορνεία- μια κρυψώνα που θυμίζει τάφο όπου θαρρείς ότι τα παιδιά ενταφιάζουν ένα μέρος της αθωότητάς τους κάθε φορά και βγαίνοντας, ο φόβος έχει εντυπωθεί βαθύτερα μέσα τους. Στην εφηβεία τους, γνωρίζοντας πια την πραγματικότητα, δεν καταστέλλεται η επιθυμία για έρωτα και διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας, η δίψα για γνώση και η ανάγκη για τον άνθρωπο που θα τους ανοίξει παράθυρο σ’ έναν άλλον κόσμο. Η Άνα θέλει να γίνει δασκάλα ακούγοντας τον νεαρό δάσκαλο να εξηγεί ότι δεν αρκεί να βλέπουμε μόνο με τα μάτια καθώς καθένα μάτι συλλαμβάνει μια ελαφρά διαφορετική εικόνα των αντικειμένων κι εμπνέεται όταν εκείνος επικροτεί την πρωτοβουλία να επανατοποθετηθεί σωστά μια αναποδογυρισμένη καρέκλα όπου τους είχε ζητήσει να καθήσουν, επειδή “πρέπει να τολμάμε να αλλάζουμε τα πράγματα”. Η Άνα πάντα αγαπά τη μητέρα της που θαρρείς ότι δεν γελάει ποτέ στην καθημερινότητά της παρά μόνο ανησυχεί και, ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει τη μοναξιά και την απογοήτευσή της, η Άνα έχει πάντα ανάγκη να  αισθάνεται ότι η μητέρα της μπορεί να την προστατέψει, όμως πληγώνεται και συγκρούεται μαζί της επειδή δεν κατανοεί συναισθηματικά τη μόνιμη επιδίωξή της να την στείλει αλλού, σ’ ένα ασφαλές μέρος. Όμως, ο κίνδυνος πάντα παραμονεύει, η ευφορία ενός πανηγυριού εξαχνώνεται ακαριαία, τα πτώματα γυναικών στα ξέφωτα υπενθυμίζουν ότι ζουν σ’ έναν πατριαρχικό κόσμο επιβολής ισχύος με τα όπλα και το χρήμα όπου η αλληλεγγύη ανάμεσα στις γυναίκες και στις γύρω κοινότητες λειτουργούν μόνο σαν προσωρινά αναχώματα. Πως θα μπορούσε να τελειώσει η διαιώνιση του τρόμου κι όταν μεγαλώσουν αυτά τα κορίτσια, μητέρες πια οι ίδιες, να μην αναγκάζονται θλιμμένα να κουρεύουν κοντά τα μαλλιά των δικών τους κοριτσιών, να μην απαγορεύουν το βάψιμο των χειλιών, να μην σκίζεται η καρδιά τους από τις αρπαγές κοριτσιών, να μην πενθούν αυτόν τον ανεξίτηλο πόνο;

Η βία μένει εκτός κάδρου κι αυτό που απεικονίζεται και μεταδίδεται, είναι οι οδυνηρές συνέπειες της στην καθημερινότητα των γυναικών, των κοριτσιών και της κοινότητας- είναι υποβλητική η απεικόνιση αυτής της δυστοπίας όπου η ελλειπτικότητα της αφήγησης μας εισάγει σταδιακά (ωστόσο θα θέλαμε μεγαλύτερη δραματουργική αναφορά στη διαπλοκή καρτέλ και αρχών). Η Χουέζο αφηγείται με θλίψη και ευαισθησία μια ιστορία ενηλικίωσης, κυρίως μέσα από τις σχέσεις των κοριτσιών στον δικό τους μαγικό κόσμο όπου ο δεσμός τους είναι τόσο ισχυρός που επικοινωνούν σε μία επιπλέον, θαρρείς, διάσταση, μαντεύοντας η καθεμία τι έχει στο νου της η άλλη, και μέσα από την αναπόφευκτη σύγκρουση του κόσμου τους με τον πραγματικό. Και, μας αγγίζουν η ανθρωποκεντρικότητα της σκηνοθετικής ματιάς, ιδιαίτερα στον ψυχισμό των κοριτσιών μέσα σ’ αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα, το βουβά σπαρακτικό φινάλε και οι τόσο φυσικές ερμηνείες, ιδιαίτερα της Μαρία Μεμπρένιο στον ρόλο της έφηβης Άνα που το βλέμμα της εκφράζει εφηβική συστολή, την επιθυμία για μια ελεύθερη, ανθρώπινη, πνευματική ζωή- κι ένα βαθύ παράπονο…

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top