Ο Ακροναύτης
Άλματα, πτώσεις, ομαδικές πτώσεις, ομαδικά άλματα. Άλματα σθένους, άτρωτα.
Τετράποδοι άνθρωποι, τρίποδοι, δίποδοι, κουτσοί, δίχως πόδια. Πλάσματα, ανθρώπινα, δονούμενα.
Αφύπνιση του σώματος και μαζί με αυτό και του ζωικού ενστίκτου. Αναζήτηση πέρα από τα γνωστά όρια. Αφήνοντας πίσω…
Μπορούμε άραγε ν’ αφήσουμε πίσω; Τα ίχνη του σώματος γίνεται να σβηστούν;
Το σώμα θυμάται. Στη μνήμη του βαθιά, έχουν χαραχθεί όλες οι πτώσεις του. Και εμείς εδώ τείνουμε να τις μεταλλάξουμε σε ανέμελο παιχνίδι ισορροπίας με τον άνεμο.
Όταν ο ακροβάτης έρχεται αντιμέτωπος με τον ίλιγγο ενός διπλού σάλτου, οφείλει να διαγράψει. Να διαγράψει το παρελθόν, το μέλλον, τις χημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου. Οφείλει να παραμείνει στην υπερδιέγερση του σώματος του, των αισθήσεων του. Οφείλει να παραμείνει ολοκληρωτικά στο τώρα. Στη στιγμή που παρατείνεται αιώνια. Στην αδρεναλίνη που εισχωρεί στις φλέβες του και καταλαμβάνει μέσω του αίματος του όλο το δονούμενο κορμί του.
Τότε τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, μόνον η ενέργεια που έχει συσσωρευτεί για να εκτελέσει, το μόλις δυο δευτερολέπτων, άλμα του. Και παρόλο που τα παιχνίδια του μυαλού δεν έχουν τελείως εξαφανιστεί, καταφέρνει να πατάξει, το πλάσμα πού έρπει, και το αποκαλεί φόβο. Ο φόβος που μπορεί κάλλιστα να πάρει χίλιες δυο μορφές, είναι η προβολή του μυαλού του ακροβάτη για το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Σε μια μελλοντική πτώση. Μια προβολή, μια ψευδαίσθηση που τείνει να κλονίζει τις αληθινές αισθήσεις του ακροβάτη, ακριβώς εκείνη τη στιγμή του άλματος.
Ο ακροβάτης οφείλει να ακούει τις αισθήσεις του και όχι τις ψευδαισθήσεις που παρουσιάζονται μεταμφιεσμένες μπροστά του. Ο ακροβάτης οφείλει να επιλέγει γρήγορα. Σε ταχύτητες φωτός. Ο ακροβάτης τότε μεταμορφώνεται σε ακροναύτη και καταφέρνει να λειτουργεί μες τον χώρο και τον χρόνο, δαμάζοντας τα συμπαντικά κύματα και τις φουρτούνες των άστρων.
Ένας ακροβάτης-ακροναύτης έχει μάθει ότι όταν πέφτει, ξανασηκώνεται. Έχει μάθει πώς να πέφτει. Είναι άσσος στις πτώσεις, τις μαγνητίζει μάλιστα με το ευλύγιστο και ευπροσάρμοστο σώμα του.
Σαν αιλουροειδές μπορεί να βρει τον προσανατολισμό του στον χώρο και τον χρόνο. Ερωτοτροπεί με την βαρύτητα. Είναι η κρυφή του αγάπη. Την αγάπησε υποσυνείδητα από την στιγμή που γεννήθηκε σε αυτόν τον κόσμο, μέχρι τη στιγμή που θα διαβεί το πέπλο του θανάτου του. Ξέρει ότι αυτή θα είναι πάντα εκεί γι’ αυτόν. Στο πλάι του, κάτω από τα πόδια του, κάτω από το κεφάλι του. Ανάμεσα από δυο αιωρούμενες στιγμές στον αέρα. Τον περιτριγυρίζει με τα σαγηνευτικά της θέλγητρα, ωθώντας τον στο εσωτερικό του χάσμα.
Μα ο ακροβάτης έχει εξοικειωθεί μαζί της. Ξέρει να την μεταχειρίζεται με χάρη και ελαφράδα. Ξέρει να της τραγουδάει γλυκόλογα και να γλιστράει μέσα της, γύρω της σαν πρωινή σταγόνα χαραυγής. Έχει σβήσει από πάνω του τα άτρωτα σημάδια του μυαλού του. Έχει απελευθερωθεί από οποιαδήποτε προσμονή του χρόνου. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναιρέσει τους κανόνες που διέπουν τη φύση. Τους αποδέχεται και ξεπηδά από την σφαίρα ασφαλείας του, σαν πολύ γρήγορο σπουργίτι που ξετρυπώνει από τη φωλιά του.
Βιώνει την αδυναμία του πεπερασμένου. Του τρωτού. Και μέσα από το βίωμα του ξεπηδάει μια νέα δύναμη. Μια φρέσκια δύναμη. Μια εύθραυστη δύναμη. Μια τρωτή δύναμη. Μαζί με ένα τρωτό άλμα.
Άλματα, πολλά άλματα, πτώσεις, τρωτές πτώσεις.
Και πάλι άλματα…