«Ο άνθρωπος ελέφαντας» – Σε ανάμνηση του Ντέιβιντ Λιντς

«Ο άνθρωπος ελέφαντας» (“The elephant man”).
Σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Λιντς.
Πρωταγωνιστούν: Τζον Χερτ, Άντονι Χόπκινς, Ανν Μπάνκροφτ, Τζον Γκίλγκουντ.
ΗΠΑ, 1980.
– «Αυτό το έκθεμα υποβιβάζει τους θεατές και το δόλιο το πλάσμα», λέει ένας θεατής (πόσοι άλλοι, άραγε, διαμαρτύρονται;).
– «Είναι φρικιό, πώς αλλιώς να ζήσει;», απαντά αυστηρά ο ιδιοκτήτης του πλάσματος που βιοπορίζεται εκθέτοντάς το στο τσίρκο.
– «Άλλο τα φρικιά, αυτό είναι τερατώδες».
Ο ειδικευμένος στις σωματικές παραμορφώσεις Φρέντερικ Τριβς περιμένει αγωνιώντας να δει για πρώτη φορά τον Τζον Μέρικ, τον άνθρωπο που εκθέτουν ως τέρας στο τσίρκο λόγω της πρωτόγνωρης δυσμορφίας του. Όταν τον δει (σε ημιφωτισμένο πλάνο ώστε να αποφευχθεί η θεαματοποίηση του Μέρικ) περισσότερο από συγκίνηση, αισθάνεται δέος: η έννοια του «τέρατος» στα αρχαιοελληνικά και λατινικά συνδέεται με την πρόκληση δέους καθώς σημαίνει κάθε ασυνήθιστο φυσικό φαινόμενο που δεδομένα ερμηνεύεται ως αποκάλυψη της θεϊκής θέλησης. Δεν αισθανόμαστε πια δέος πιστεύοντας στην κυριαρχία μας πάνω στη φύση, παρά φρικίαση και φόβο για τους ανθρώπους που χαρακτηρίζουμε «τέρατα» τους οποίους καθιστούμε θέαμα, αναπόφευκτα εμπορεύσιμο στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Το δέος, όμως, επανέρχεται, εμποτίζει αυτά τα συναισθήματά μας μπροστά σε ο,τιδήποτε τόσο διαφορετικό-ο,τιδήποτε διαφορετικό, τελικά- και προσπαθούμε να τα ξορκίσουμε απορρίπτοντας καθετί διαφορετικό, ξένο, συμπεριλαμβανομένων των πλευρών του εαυτού μας που μας ξενίζουν επειδή διαφέρουν απ’ ό,τι πιστεύουμε, δηλώνουμε, δείχνουμε ότι είμαστε .
Άραγε, η συγκίνηση του Τριβς οφειλόταν μόνο σε συμπάθεια για τη δυστυχή ύπαρξη ή, επιπλέον, στην ικανοποίηση τού επιστημονικού του ενδιαφέροντος; «Λόγω της χαλάρωσης του δέρματος, την κύρτωση σπονδυλικής στήλης, του υπερμεγέθους δεξιού χεριού, της ακραίας διόγκωσης του κρανίου, των εκτεταμένων ινωδών εξογκωμάτων, αποκαλείται άνθρωπος ελέφαντας»: η ταινία αναφέρεται σε πραγματικό πρόσωπο στη Βικτωριανή Αγγλία (απεικονισμένη σε ασπρόμαυρο, γεμάτο καπνούς βιομηχανικό Λονδίνο με κακές συνθήκες ζωής κι εργασίας) που υπέφερε από το άγνωστο τότε Σύνδρομο Πρωτέα, εξαιρετικά σπάνια και πολύπλοκη διαταραχή. Το ιατρικό συμβούλιο εντυπωσιάζεται μ’ αυτά τα ευρήματα του Τριβς παρατηρώντας τον Μέρικ- ενώ εμείς τον βλέπουμε πίσω από μια κουρτίνα ώστε να τονιστεί ότι γίνεται θέαμα στους επιστημονικούς κύκλους όπως στο τσίρκο, εκτεθειμένος σε δημόσια θέα χωρίς τη συναίνεσή του, χωρίς έγνοια για τα συναισθήματά του. Κι όμως, οι άνθρωποι που χαρακτηρίζουμε ως «τέρατα», δεν βιώνουν την απόρριψη με λιγότερη θλίψη από εμάς τους «φυσιολογικούς» ούτε λαχταρούν λιγότερο την αποδοχή τους, οι σωματικές επιθυμίες τους είναι εξίσου υπαρκτές. «Είναι χαζός εκ γενετής», πιστεύει αρχικά ο Τριβς, συμπληρώνοντας: «παρακαλώ τον Θεό να είναι ηλίθιος…», ώστε ο Μέρικ να μην αντιλαμβάνεται την αποστροφή των άλλων.
Άλλοι κακοποιούν σωματικά τον Μέρικ, όπως ο ιδιοκτήτης του που εκτονώνει πάνω του τη βιωμένη ανέχεια και καταπίεση. Άλλοι τον κακοποιούν ψυχικά πληρώνοντας να δουν κάτι «τερατώδες» ώστε παρατηρώντας τον αποτροπιασμένοι, να επιβεβαιώνουν την ανωτερότητά τους σε επίπεδο εικόνας- και ηθικής προφανώς: μια ακραία σωματική δυσμορφία δεν μπορεί να είναι μόνο βιολογικής τάξης παρά μια θεία τιμωρία για αμαρτίες της μητέρας του ή κάποιου συγγενή του. Πληρώνοντας, επίσης, για ικανοποίηση της ανάγκης νέων, οποιωνδήποτε μορφών διασκέδασης ακόμα κι εξευτελίζοντας άλλον άνθρωπο, για ένα οποιοδήποτε έντονο συναίσθημα σε μια άδεια ζωή, ακόμα κι αυτό της αποστροφής. Κακοποιείται από τους επιστήμονες που ανομολόγητα φιλοδοξούν την ανακάλυψη μιας νέας ασθένειας, της ονοματοδοσίας και θεραπείας της, στη συνακόλουθη διάδοση τής φήμης τους. Κακοποιείται από την υψηλή κοινωνία που τον επισκέπτεται με τη γνωστή τυπική της ευγένεια στο δωμάτιο που τού έχει εξασφαλίσει ο Τριβς, επιδεικνύοντας δεκτικότητα στη διαφορετικότητα ώστε να πιστοποιούν την ηθική τους ανωτερότητα, την ορθή υπόδυση του ρόλου τους ως Χριστιανοί (είναι χαρακτηριστικό ότι οι επισκέψεις τους αναφέρονται στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων): τώρα πια ο Μέρικ έχει γίνει γνωστός, δεν φοράει τα φθαρμένα, βρώμικα ρούχα του τσίρκου ούτε κουκούλα στο κεφάλι του, τώρα είναι καλοντυμένος ώστε να γίνεται αποδεκτός μοιάζοντας εξωτερικά με τους «φυσιολογικούς» χωρίς, όμως, να θεωρείται ισότιμός τους. Ακόμα και για τη διάσημη ηθοποιό που έκπληκτη και συγκινημένη διαβάζει μαζί του «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», αναρωτιόμαστε πόσο έχει ήδη αυτοϋποβληθεί γνωρίζοντας για την ευαισθησία του κι εξιδανικεύοντας την παραμόρφωσή του, και πόσο διψά για μια αληθινή σχέση μέσα στο υποκριτικό περιβάλλον της. Οι συμπεριφορές προς τον Μέρικ γίνονται καθρέφτης των κρυμμένων κινήτρων μας.
«Ο Κύριος είναι ο ποιμένας μου… Θα ζω πάντα στον οίκο Του»: ο Μέρικ απαγγέλει την Βίβλο βρίσκοντας καταφύγιο στη θρησκεία- δεν είναι «ηλίθιος» λοιπόν, και βέβαια μπορεί να μιλήσει αν τού απευθύνουν τον λόγο. Η φύση του είναι αγνή, απογοητευμένος όμως από το αδύνατο της θεραπείας του και, κυρίως, τυραννισμένος από την απόρριψη της μητέρας του λόγω της δυσμορφίας του, προσαρμόζεται χωρίς αντίρρηση κι απολαμβάνει την εικόνα που τον κάνει αποδεκτό: η κακία δεν θυμώνει τον Μέρικ παρά μόνο τον πικραίνει, διψά για αποδοχή χωρίς να αντιλαμβάνεται την υποκρισία, αποφεύγει προβληματισμούς για τη διαφορά της δικής του καλοσύνης από το ομοίωμα της καλοσύνης που αναπαριστάνεται μπροστά του, αρκείται στην προστασία του Τριβς χωρίς να επιθυμεί μια δική του ζωή, αρνείται να κοιτάξει το πρόσωπό του στον καθρέφτη που βάζουν μπροστά του ώστε να γελάσουν με την αντίδρασή του κι όταν δεν μπορεί να το αποφύγει, τρομάζει κι ο ίδιος με την εικόνα του- ουσιαστικά αποδεχόμενος τις διακρίσεις που υπόκειται, απορρίπτοντας τον εαυτό του. Στις κοινωνίες μας, η καλοσύνη αποκτά το πλήρες νόημά της, όχι μόνο με τις καλές προθέσεις, την ευγένεια και την έλλειψη εγωισμού, όχι μόνο αποδεχόμενη τη διαφορετικότητα στον μικρόκοσμό της, επιπλέον μαχόμενη ενάντια στις συνθήκες που γεννάνε τις ανισότητες, τις προκαταλήψεις, την άρνηση του αληθινού εαυτού και τα προσωπεία. Ο Μέρικ γίνεται καθρέφτης των εσωτερικεύσεών μας από την προσαρμογή στα κοινωνικά πρότυπα.
Ο Λιντς μάς εξοικειώνει με τον Μέρικ, εξανθρωπίζει τη ματιά μας. Η συμβολή της ερμηνείας του Χερτ είναι καταλυτική: κάτω από στρώματα βαριού μακιγιάζ, εμφυσεί αξέχαστη εσωτερικότητα στον ρόλο του Μέρικ με το θλιμμένο βλέμμα, τις δυσκολίες της ομιλίας και της κίνησης, τον ρόγχο, τη συγκίνηση από την αποδοχή του. Συμβάλλει, επίσης, η ερμηνεία του Χόπκινς ως Τριβς που αποτινάσσει επιστημονική αυθεντία και φιλοδοξίες χάρη στην αλληλεπίδραση με τον Μέρικ ωστόσο η αλλαγή του δεν εμβαθύνεται παρά βασίζεται περισσότερο στην ερμηνεία του κι ορισμένες σεναριακές ευκολίες. Εδώ, ο Λιντς σκηνοθετεί συμβατικά υιοθετώντας γραμμική αφήγηση, όμως μεταδίδει με αμεσότητα τα κοινωνικοπολιτικά του μηνύματα ενώ, όπως πάντα, μας φέρνει σε επαφή με σκοτεινές πλευρές μας. Κυρίως, η ανθρωποκεντρική ματιά του διαχέει συγκίνηση: γιατί, όταν αναπαράγουμε ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», παρακολουθώντας την ταινία θυμόμαστε ότι η ομορφιά έχει τη ρίζα της στην ανοιχτωσιά της καρδιάς σ’ έναν διεφθαρμένο κόσμο που πάντα επικαλούμαστε ως αποκλειστικό λόγο των περιχαρακώσεών μας- μια ανοιχτή καρδιά σαν του Μέρικ που δείχνει ότι η εκδικητική αναπαραγωγή της βιωμένης κακοποίησης δεν είναι νομοτελειακή, δεν είναι φυσική.