Ο Άνθρωπος σύννεφο

Ήταν πρωί και είχε ήδη αρχίσει να γλυκοχαράζει. Αυτός βρισκόταν πάλι εκεί. Γεμάτος, διάφανος. Πάντα στην ίδια μεριά.
Τον πετύχαινα κάθε φορά ανάμεσα από τους παλιούς ξηρούς ευκαλύπτους και τα γερασμένα τραχιά αρμυρίκια. Φαντάζομαι πως είναι η αγαπημένη του μεριά, αφού επιλέγει συνεχώς την ίδια θέση. Τα πρώτα χρώματα αναδύουν από τον ορίζοντα και φωτίζουν την επιφάνεια της θάλασσας, προσφέροντάς της έτσι ένα κόσμημα από μυριάδες πέρλες φωτός. Εκείνος από την θέση του, παρατηρώ ότι τις κοιτάζει, συνεχίζοντας αρμονικά τις ασυνήθιστα αργές κινήσεις του.
Οι πρώτοι δρομείς εμφανίζονται. Ως συνήθως δεν του δίνουν σημασία, αφηρημένοι από τον ρυθμό των δικών τους τρεχάμενων σκέψεων. Τον αγνοούν, μα εκείνον δεν τον νοιάζει. Συνεχίζει την αέναη κίνηση που δημιουργείται από τα πόδια του, ταξιδεύει από τον κορμό του και εκφράζεται από τα χέρια του. Εκείνα τα χέρια που, δεν έμοιαζαν πια με χέρια, αλλά με σύννεφα, μετά από την τόση ασταμάτητη επανάληψη.
Ναι, ήταν ο άνθρωπος σύννεφο. Έτσι τον αποκαλούσα.
Απαρατήρητος, σαν ουράνιο σώμα, έκλεινε τον δικό του κύκλο. Σήκωνε τις μεγάλες συννεφοπαλάμες του, που έμοιαζαν απαλές σαν βαμβάκι μα και σιδερένιες συνάμα. Ο πρωινός αέρας γλιστρούσε ανάμεσά τους και τις τόνωνε. Μαζί τους μετακινούνταν και τα κλαδιά των γέρικων δέντρων που τον συνόδευαν.
Τολμώ και μπαίνω μες τον συμβιωτικό τους κύκλο για μια στιγμή. Υψώνω και εγώ τις δικές μου παλάμες αντικρίζοντας τη θάλασσα. Αισθάνομαι τον αέρα να ρουφάει τις σκέψεις μου και σαν να πάγωσε ο χρόνος. Βιώνω μαζί του την απεραντοσύνη των χεριών μας. Ξαναμαθαίνω να μοιράζομαι το τώρα. Κλείνω τότε τα μάτια μου και τα ξανανοίγω.
Ο άνθρωπος σύννεφο είχε εξαφανιστεί.
Τον ευχαριστώ από μέσα μου, αγκαλιάζω το γέρικο αρμυρίκι και κοιτάζοντας τα σύννεφα συνεχίζω με ένα αίσθημα εσωτερικής ανάτασης.