Ο Άτιτλος

Αρχικά παραμένει χλωμός και βλοσυρός.
Μονάχος.
Η επιφάνεια του προσώπου του άλλοτε λεία και επίπεδη,άλλοτε τραχιά κι ανάγλυφη.
Παρόλα αυτά αφουγκράζεται τις ανάσες όλων όσων τολμούν να γονατίσουν υπομονετικά δίπλα του, αφήνοντας το μέτωπό τους, τα γόνατά τους και τις άκρες των δακτύλων τους να έρθουν σε επαφή μαζί του.
Να τον ακουμπήσουν.
Να παραμείνουν εκεί έστω και για λίγο.
Μια στιγμή συσπείρωσης μεταξύ τους.
Μέσα από την αίσθηση της ακινησίας, αυτοί επιμένουν στην ένωσή τους.
Μια ανάμειξη από λευκό χρώμα με εκείνο το ροζομπέζ του δέρματος.
Αυτόν ανέκαθεν τον χαρακτήριζε μια γενναιοδωρία με τους υπόλοιπους.
Τους παρέχει άπλετη επιφάνεια ξεκούρασης.
Τους μαθαίνει πώς να στηρίζονται πάνω από τον άξονα πορείας τους, ακόμη και όταν είναι στάσιμοι.
Επειδή δεν μιλάει έχει μάθει ν’ ακούει.
Ρουφάει τις έχθρες των άλλων και τις εξαφανίζει μέσα στην παχιά κι άκαμπτη δομή του.
Υποδέχεται το ξέσπασμά τους παίρνοντας πολύχρωμες μορφές, ανάλογα με το κλίμα που τον περιβάλλει.
Άλλοτε όμως, αποτελεί στήριγμα αναρίθμητων αναρριχητών που παλεύουν να χτενίσουν τον ουρανό με τα δάκτυλά τους.
Αυτός, τους υποδέχεται εξίσου με το απρόσωπο χαμόγελό του και γεύεται λίγο από τη λαχτάρα τους να πετάξουν ανάλαφροι.
Να παίξουν με τα διάφανα σύννεφα,
να χορέψουν ισορροπώντας στα χέρια τους,
να κρατήσουν την ανάσα τους, βουτώντας μες τον γαλαζοπράσινο βυθό,
ν’ αναπηδήσουν ανάμεσα από σταρένια χωράφια και κοιλάδες λουσμένες από παπαρούνες,
και έπειτα να εξαφανιστούν.
Ενώ αυτός να επανέλθει ξανά στην πρωταρχική του μορφή.
Παραμένοντας εκεί.
Ακίνητος.
Μονάχος.
Γενναιόδωρος.