«Ο φάρος» – Η εικαστικότητα κι η ατμόσφαιρα. Το αψεγάδιαστο και το άψυχο
«Ο φάρος» (The lighthouse)
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Έγκερς
Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ Πάτινσον, Γουίλεμ Νταφόε
Η.Π.Α. 2019
Σ’ ένα ανεμοδαρμένο και θαλασσοδαρμένο ακατοίκητο ξερονήσι, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, υπάρχει ένας φάρος που επανδρώνεται πάντα από δύο άντρες. Ο ένας, ο «παλιός», λες και ζει εκεί από αμνημονεύτων χρόνων, είναι πάντα ο ίδιος, ενώ ο δεύτερος, είναι πάντα ένας άλλος, που αλλάζει μετά από ένα δεδομένο χρονικό διάστημα. Ο ένας, είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός, μιλάει για τη φλόγα του φάρου που φωτίζει, σαν να είναι η σύζυγός του, η ερωμένη του κι αυτός ο κύριός της, ο άλλος, ο νεότερος, κάνει όλες τις βαριές δουλειές και τις αγγαρείες, αποκλεισμένος από την ευθύνη και την ηδονική εξουσία του ανάμματος της φλόγας. Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
Ο παλιός, γερασμένος πια, έχει μια φυσιογνωμία θαρρείς σκαμμένη κι αυτή από τα κύματα που σκάβουν καθημερινά τους βράχους, λες κι έχει κολλήσει πάνω του το αλάτι της θάλασσας. Μιλάει ακατάπαυστα, δίνοντας διαρκώς διαταγές, γαβγίζοντας επιθετικά σαν ένας σκύλος που τρομάζει από τους ήχους ενός τόσο εχθρικού φυσικού περιβάλλοντος κι εκφράζοντας διαρκώς τη δυσαρέσκειά του για την ποιότητα της εκτέλεσης των εργασιών από το βοηθό του. Ο νέος της ιστορίας μας, είναι λιγομίλητος, υπομονετικός, αντέχει στωικά μέχρι να τελειώσει το προκαθορισμένο χρονικό διάστημα της εκπαίδευσής του. Μέχρι που η θητεία του θα παραταθεί αναγκαστικά γιατί τα ισχυρά μποφόρ, σε μια πολύμηνη, ατέλειωτη σεναριακά κακοκαιρία, δεν θα επιτρέψουν στα πλοία να προσδέσουν στο νησί και να φέρουν τον αντικαταστάτη του. Θα περιμέναμε πια, νομοτελειακά, την τρέλα να ξεσπάσει, τα τετραγωνικά όπου ζουν καθημερινά είναι λίγα, το φαγητό δεν είναι εξασφαλισμένο, η φύση είναι εχθρική- μόνο που οι ψηλοί τόνοι της σκηνοθεσίας ήδη από την έναρξη της ταινίας, δεν αφήνουν περιθώριο σε κάτι ακόμα πιο έντονο, πιο οξύ, να χωρέσουν και να εξαπλωθούν υποδόρια στις αισθήσεις μας πριν νιώσουμε να μεταδίδεται το ξέσπασμά τους και μέσα μας.
Γιατί, παρά την την εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία με τα έντονα κοντράστα, παρά την άψογα επεξεργασμένη ηχητική μπάντα όπου απόηχοι από την ανταριασμένη θάλασσα, από τα ουρλιαχτά των ανέμων, από κάποιες βαριές αλυσίδες (αγνώστου προέλευσης, όμως) που σέρνονται στην άγονη γη κι από τα κρωξίματα (θαρρείς, μόνιμα ακοίμητων) γλάρων, παρά τις πολύ καλές ερμηνείες (κι ιδιαίτερα του Νταφόε που δεν θα μπορούσες να φανταστείς άλλον ηθοποιό να παίζει αυτό το ρόλο) και, κυρίως, παρά τη γλώσσα όπου διατυπώνονται οι διάλογοι, λες κι ακούμε μια γλώσσα με λέξεις και με σύνταξη κάποιου περασμένου αιώνα που τονίζει την αίσθηση μιας αλλοτινής εποχής, όλα αυτά, δυστυχώς, δεν μας μεταδίδουν και πολλά.
Η εξέλιξη της ιστορίας είναι προβλέψιμη, οι χαρακτήρες συγκρούονται ξανά και ξανά μεταξύ τους με άλλα λόγια αλλά με τον ίδιο τρόπο, τα στοιχεία της παράνοιας και της φρίκης που θα έπρεπε να υφέρπουν από το αφιλόξενο τοπίο, τους θρύλους για τις ψυχές των χαμένων ναυτικών και το κλειστοφοβικό χώρο του φάρου, σκάνε, θαρρείς, σαν ένα δυνατό κύμα στα πρόσωπά μας, χωρίς ν’ απομένει κάτι για να μας υποβάλουν, κάτι για να μας ανατριχιάσει. Αντίθετα, εδώ κόβεται μόνο η ανάσα μας σε κάποιες σκηνές, λες και παρακολουθούμε ένα δεξιοτεχνικό θρίλερ όπου ο αυτοσκοπός της σκηνοθεσίας είναι να μας επιβεβαιώσει ότι η ζωή σ’ αυτό το νησί, δεν μπορεί παρά να είναι τρομακτική. Ναι, το ξέρουμε αυτό, φυσικά και δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς – όμως, δεν το νιώθουμε μέσα στην ταινία. Μια επιβλητική αλλά επιτηδευμένη εικαστικότητα, μια υπέρ-συσσώρευση εικόνων και προφανών ψυχαναλυτικών και μυθολογικών αναφορών, όλα τα επιμέρους στοιχεία είναι μελετημένα κι εκτελεσμένα στην εντέλεια, κι όμως, λες και βιώνεις ένα ακατάπαυστο σφυροκόπημα των αισθήσεων, μένοντας, τελικά, αμέτοχος.
Όλα είναι αληθοφανή- και, μαζί, άψυχα. Λες κι ο Έγκερς απορροφήθηκε σε τέτοιο βαθμό από το σκοπό μιας τέλεια επίτευξης της απεικόνισης των σχέσεων εξουσίας και της τρέλας που ελλοχεύει, ώστε θεώρησε σαν δεδομένο ότι αυτή η εντυπωσιακή εικαστικότητα αρκεί και περισσεύει για να φτιάξει μια ατμόσφαιρα εσωτερικότητας. Φεύγουμε τόσο άδειοι από την αίθουσα.