tetartopress

«Ο γιος του Σαούλ» – Γιατί δεν πρέπει να αποστρέψουμε τα μάτια μας από τη φρίκη που πρέπει να δούμε και να νιώσουμε


“Ο γιος του Σαούλ” (Saul Fia / Son of Saul)
Σκηνοθεσία: Λάζλο Νέμες
Ηθοποιοί: Γκέζα Ρέριγκ, Λαβέντε Μόλναρ, Ουρς Ρεχν
Ουγγαρία, 2015.

Εκεί που έχουν τελειώσει όλες οι ταινίες για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, αρχίζει ο “Γιός του Σαούλ”- και τελειώνει εκεί που δεν θα μπορέσει ποτέ πια ν’ αρχίσει καμία άλλη ταινία.

Ο Σαούλ είναι Εβραίος αιχμάλωτος σ’ ένα Γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο που υποδέχεται τους νεοφερμένους εκεί συμπατριώτες του, οδηγώντας τους στο ντουζ “για ένα μπάνιο”: στην πραγματικότητα, τους οδηγεί στον θάλαμο αερίων, ύστερα καθαρίζει τα αίματα των νεκρών πια ανθρώπων από το πάτωμα και, τέλος, σκορπίζει τις στάχτες τους στα τριγύρω χωράφια σαν λίπασμα, ακολουθώντας τις εντολές των Γερμανών αξιωματικών που πιστεύουν ότι μόνο έτσι “χρησιμεύουν σε κάτι”. Είναι ένας από τους επίλεκτους κρατούμενους Εβραίους, τους Sonderkommandos, που συνδράμουν τους Γερμανούς στην εκτέλεση των ανθρώπων που καταφτάνουν εκεί καθημερινά. Είναι από τους προνομιούχους κρατούμενους καθώς ανήκει σ’ αυτούς που θα πεθάνουν τελευταίοι.

Μια μέρα, βλέπει ένα νεκρό αγόρι στο στρατόπεδο. Ο Σαούλ πιστεύει ότι είναι ο γιος του κι αποφασίζει να το κηδέψει παρά την απαγόρευση των κανονισμών με ποινή θανάτου. Είναι στ’ αλήθεια γιος του; Σημασία έχει ότι ο Σαούλ το πιστεύει με κάθε κύτταρο της ύπαρξής του. Έχει νόημα, άραγε, να διακρίνει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα μέσα σ’ αυτήν την επίγεια κόλαση; Σημασία έχει ότι αφυπνίζονται συναισθήματα μέσα του, ότι αποκτά ξανά αίσθηση της ανθρώπινης υπόστασής του, ότι υπάρχει πια ένας άνθρωπος για τον οποίο νοιάζεται, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος, ακόμα και νεκρός, που θέλει να του προσφέρει κάτι, οτιδήποτε, ότι η ζωή του αποκτά πλέον νόημα θέλοντας να επιτελέσει ένα ηθικό καθήκον, δημιουργώντας και διαφυλάσσοντας με απελπισμένη ιερότητα μια δική του ζωή, παράλληλη και, ταυτόχρονα, αντίθετη με την καθημερινή ζωή που βιώνει εκεί, τη ζωή της μηχανικής επανάληψης σ’ αυτό το στρατόπεδο του μαζικού θανάτου. Μέσα του αναδύεται η ηθική της φροντίδας και της τελετουργικής τοποθέτησης στο χώμα, της επιστροφής στη γη ενός νεκρού ανθρώπου, η διαχρονική ηθική της Αντιγόνης που είχε ενταφιάσει τον Πολυνείκη σεβόμενη τους θεϊκούς άγραφους νόμους που επέβαλλαν να μην μένει άταφο κανένα πτώμα και παραβαίνοντας την ανθρώπινη εντολή του βασιλιά Κρέοντα. Ο Σαούλ αγωνιά να περισώσει τα υπολείμματα της χαμένης πια ανθρωπιάς, όχι μονάχα για τον εαυτό του παρά, θαρρείς στο όνομα όλων των ανθρώπων. Ένα ελάχιστο ηθικό χρέος που θα του θυμίσει ότι δεν έπαψε να είναι ακόμα άνθρωπος, μια έσχατη αντίσταση στην απο-ανθρωποποίηση που έχει επιβληθεί και κυριαρχήσει. Ακόμα και διακινδυνεύοντας το δικό του θάνατο, όπως κι αυτόν των συντρόφων του με τους οποίους σχεδιάζουν ν’ αποδράσουν από το στρατόπεδο- πως, όμως, να αποδράσουν από τη συσσωρευμένη πια φρίκη μέσα τους; Ο Σαούλ βρίσκεται, θαρρείς, πια τόσο πέρα από το φόβο, δεν μπορεί να βρει καμία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο να παραμένει ζωντανός, κάθε φορά για λίγο ακόμα, και στο να είχε ήδη πεθάνει.


Ο Λάζλο Νέμες, με την κάμερα στο χέρι, καρφωμένη πότε στο πρόσωπό τού πρωταγωνιστή του και πότε πάνω από τους ώμους του, ταυτίζει τη ματιά μας μ’ αυτήν του Σαούλ. Ακολουθεί την καθημερινή ζωή του μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μ’ ένα φρενήρη ρυθμό: από το κλασσικό βιβλίο του Πρίμο Λέβι “Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος”, επιζήσαντα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά όχι και από την ανάμνηση της συσσωρευμένης φρίκης μέσα του, έχουμε μάθει ότι όχι μόνο δεν χρειαζόταν αλλά, πάνω απ’ όλα, είχε ζωτική σημασία για τους κρατούμενους να μην σκέφτονταν και να μην θυμούνταν την προηγούμενη ζωή τους αλλιώς θα εξανεμίζονταν και οι ελάχιστες ελπίδες επιβίωσης μέσα σε εκείνα τα τραγικά κολαστήρια της ανθρώπινης ιστορίας. Βλέπουμε και ζούμε αυτήν την κόλαση μέσα από τον Σαούλ, μέσα από τη δική του αντίληψη και εσωτερική επεξεργασία. Η εικόνα δείχνει καθαρά μονάχα ό,τι βλέπει ο ίδιος ενώ όλα όσα τον περιβάλλουν, οι στοίβες των γυμνών πτωμάτων, οι φυλακισμένοι, οι Γερμανοί αξιωματικοί, τα συρματοπλέγματα, η φωτιά, οι καμινάδες που από μέσα τους βγαίνουν οι Εβραίοι κρατούμενοι με το μοναδικό τρόπο που θα μπορούσαν να βγουν από το στρατόπεδο, νεκροί και εξαϋλωμένοι, εκμηδενισμένοι σωματικά, έχοντας αποσυντεθεί μέσα σε μία ώρα σαν καπνός- για όλα αυτά γύρω από τον Σαούλ, η οπτική του κάδρου γίνεται φλού κι η ματιά μας, θολή. Το οπτικό μας πεδίο συρρικνώνεται στις ελάχιστες διαστάσεις του, το κάδρο φαίνεται ότι έχει γίνει ασφυκτικά μικρό χωρίς κανένα περιθώριο διαφυγής για το βλέμμα μας.

Γιατί, δεν πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα να πάρουμε τα μάτια μας απ’ αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να δούμε, γιατί πρέπει οπωσδήποτε να σχηματίσουμε σε εικόνες όσα γνωρίζουμε αλλά δεν έχουμε ζήσει, να αισθανόμαστε ότι βιώνουμε κάτι από εκείνη την ατμόσφαιρα που έχουμε διαβάσει σε βιβλία κι έχουμε δει σε ντοκυμανταίρ ώστε να μην ξεχάσουμε ποτέ πια. Οι ήχοι σαν να έρχονται από έναν άλλο κόσμο που, όμως, είναι δίπλα μας: το βουητό των μηχανών, οι διαταγές, οι κραυγές, τα γαβγίσματα, όλοι αυτοί οι ήχοι συνθέτουν ένα ηχητικό συνονθύλευμα που μας τρώει σιγά σιγά την ψυχή. Τσιγγάνοι, Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, Πολωνοί, Σλάβοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, ομοφυλόφιλοι, Ρομά, παιδιά, νέοι, γέροι,  και, κυρίως, Εβραίοι από όλες τις χώρες της Ευρώπης, οι διάφορες γλώσσες των κρατουμένων ανακατεύονται σε μια κοινή προϊστορική γλώσσα του ανθρώπινου τρόμου. Νιώθουμε ασφυξία σαν να έχουν βάλει το κεφάλι μας μέσα μια γυάλα. Νιώθουμε σαν να είμαστε εκεί, χωρίς τη δυνατότητα διαφυγής για τη συνείδησή μας, εκπληρώνοντας με τον πιο σκληρό, ανυπόφορο τρόπο, ένα ηθικό μας χρέος να χαραχτεί μέσα μας αυτή η ανθρώπινη τραγωδία μέσα από τις εικόνες που βλέπουμε και που από τότε, η επανάληψή της έχει πάψει να θεωρείται αδιανόητη.

Κι όμως, ο σκηνοθέτης λέει: “Πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη δόση ελπίδας μέσα σε μια τόσο σκοτεινή ιστορία. Μέσα στην πλήρη απώλεια της ηθικότητας, των αξιών και της θρησκείας, ο άνθρωπος ο οποίος ακούει μια φωνούλα μέσα του για να κάνει μια φαινομενικά μάταιη και άχρηστη πράξη, βρίσκει εκεί μέσα την ηθική και την επιβίωση”. Πόση φρίκη, όμως, χρειάζεται να βιώσουμε και ν’ αντέξουμε πριν ξαναβρούμε τη χαμένη μας ηθική ως ανθρώπινο είδος; Πόση φρίκη μπορεί να χωρέσει, άραγε, μέσα στην κάθαρση; Κι αν αντέξουμε τη φρίκη αλλά δεν αντέξουμε να ξαναβρούμε την ηθική μας; Κι αν δεν αντέξουμε μέχρι το τέλος της φρίκης; Μπορούμε να αντέξουμε και να πράξουμε ό,τι είναι αναγκαίο ώστε να μην ξαναζήσουμε άλλη φορά στο μέλλον, αυτό το απόλυτο σκοτάδι του ανθρώπινου πολιτισμού;

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top